φανερώνω

  • 101παρεκφαίνω — Α [εκφαίνω] 1. δείχνω, παρουσιάζω, φανερώνω εν μέρει, τμηματικά 2. παθ. παρεκφαίνομαι φαίνομαι από το πλάι ή εμφανίζομαι βαθμηδόν, σταδιακά …

    Dictionary of Greek

  • 102παρεμφαίνω — ΝΑ [εμφαίνω] φανερώνω κάτι με έμμεσο ή πλάγιο τρόπο («τὴν αὑτοῡ παρεμφαῑνον ὄψιν», Πλάτ.) νεοελλ. υποδηλώνω, υποσημαίνω αρχ. 1. δηλώνω, δείχνω, παρουσιάζω («κακοἡθως δὲ παρεμφαίνουσιν οἱ κωμικοί», Πλούτ.) 2. (για οσμή) μοιάζω («παρεμφαίνειν ὀσμήν …

    Dictionary of Greek

  • 103παρεπιδείκνυμι — Α [επιδείκνυμι] 1. δείχνω κάτι παράλληλα, ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. επιδεικνύω κάτι σε κάποιον 3. μέσ. α) φανερώνω, εκδηλώνω, εκθέτω τις ιδέες μου β) (με μειωτ. σημ.) επιδεικνύομαι, κάνω επίδειξη …

    Dictionary of Greek

  • 104παρυπεμφαίνω — Α δείχνω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὑπεμφαίνω «φανερώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 105παρυποφαίνω — ΜΑ δείχνω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὑποφαίνω «δείχνω, φανερώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 106περιλάμπω — ΝΜΑ 1. περιβάλλω κάτι με λάμψη, φωτίζω κάτι σε όλα του τα σημεία, κάνω κάτι να λάμπει ολόκληρο 2. λάμπω από παντού, απαστράπτω, φεγγοβολώ νεοελλ. κάνω κάτι κρυμμένο να γίνει γνωστό, φανερώνω αρχ. 1. φωτίζω πυρπολώντας 2. παθ. περιλάμπομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 107πιφαύσκω — και, δ. ανάγν., πιφάσκω Α (ποιητ. τ.) (στο έπος και στη λυρική ποίηση) 1. (το ενεργ και το μέσ.) α) καθιστώ κάτι φανερό, φανερώνω β) καθιστώ κάτι γνωστό, γνωστοποιώ, αποκαλύπτω («ἄσχετα ἔργα πιφαύσκετο δημοτέροισιν», Απολλ. Ρόδ.) 2. προκηρύσσω 3 …

    Dictionary of Greek

  • 108προΐστημι — ΝΜΑ [ἵστημι] μέσ. προΐσταμαι είμαι επικεφαλής, αρχηγεύω (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ μάλιστα προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», Θουκ.) νεοελλ. α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο προϊστάμενος, η προϊσταμένη ο επικεφαλής,… …

    Dictionary of Greek

  • 109προάγω — ΝΜΑ [άγω] 1. οδηγώ κάποιον προς τα εμπρός, προπορευόμενος οδηγώ κάποιον κάπου («καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὅν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς», ΚΔ) 2. ενεργώ ώστε να προοδεύσει κάποιος ή κάτι, να βελτιωθεί, να αναπτυχθεί (α. «χρέος μας είναι να… …

    Dictionary of Greek

  • 110προαποσημαίνω — Α σημαίνω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποσημαίνω «κάνω σήμα, φανερώνω με συμπτώματα, με σημεία, υπαινίσσομαι»] …

    Dictionary of Greek