φανερώνω

  • 11προεκφαίνω — ΜΑ 1. φανερώνω, αποκαλύπτω προηγουμένως 2. παθ. προεκφαίνομαι εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκφαίνω «φανερώνω, αποκαλύπτω»] …

    Dictionary of Greek

  • 12προσημαίνω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. προσαμαίνω Α δείχνω σημάδια για το μέλλον, φανερώνω με σημάδια το μέλλον (α. «προεσήμαινε τα μέλλοντα ἔσεσθαι», Ηρόδ. β. «ὡς τοῡ δαιμονίου προσημαίνοντος», Ξεν.) 2. σημειώνω κάτι εκ τών προτέρων, προσημειώνω αρχ. 1. (για κήρυκα)… …

    Dictionary of Greek

  • 13προφαίνω — ΜΑ [φαίνω] φέρνω στο φως, φανερώνω (α. «προφαίνων, θεοφάντορ, τὸ ἄφυκτον», Μηναί. β. «τοῑσι... θεοὶ τέραα προύφαινον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. επιδεικνύω («οἱ πλουτοῡντες αὐτοὶ καὶ τὰς πορφυρίδας προφαίνοντες», Λουκιαν.) 2. αναδεικνύω, καθιστώ κάποιον… …

    Dictionary of Greek

  • 14υπεκφαίνω — Α φέρνω στο φως, φανερώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκφαίνω «φέρνω στο φως, φανερώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 15υπεμφαίνω — ὑπεμφαίνω ΝΑ φανερώνω με έμμεσο τρόπο, υποδηλώνω, υπαινίσσομαι, υπονοώ αρχ. (αμτβ.) (για απόδειξη) είμαι εν μέρει φανερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐμφαίνω «φανερώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 16υποφαίνω — ὑποφαίνω ΝΑ [φαίνω] νεοελλ. (η μέσ. μτχ. ενεστ.) ο υποφαινόμενος, η υποφαινομένη α) αυτός που υπογράφει σε έγγραφο, ο υπογεγραμμένος («ο υποφαινόμενος... δηλώνω ότι...») β) (καταχρ. συν. ειρωνικά στον προφορικό λόγο) εγώ αρχ. 1. φανερώνω, κάνω να …

    Dictionary of Greek

  • 17φανέρωμα — το, Ν [φανερώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φανερώνω, αποκάλυψη («το φανέρωμα τής κατάχρησης») 2. εμφάνιση, παρουσίαση 3. εκδήλωση («οι τόσο συχνές ληστείες τραπεζών αποτελούν νοσηρά φανερώματα τής κοινωνίας μας») …

    Dictionary of Greek

  • 18φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… …

    Dictionary of Greek

  • 19εκδηλώνω — εκδήλωσα, εκδηλώθηκα, εκδηλωμένος, μτβ. 1. κάνω κάτι ολοφάνερο, το φανερώνω, το εξωτερικεύω: Εκδηλώνει την αντιπάθειά του. 2. το μέσ., εκδηλώνομαι φανερώνω τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου, εξωτερικεύομαι. 3. (για πράγματα), εμφανίζομαι, ξεσπώ …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 20Φανερωμένη — I Όνομα μικρών νησιών. 1. Νησί του Κεραμεικού κόλπου κοντά στη νότια πλευρά της χερσονήσου της Δωρίδας. Οι Τούρκοι το ονομάζουν Αγιάκ Αντά. 2. Νησί στην άκρη της χερσονήσου των Ερυθρών, κοντά στις μικρασιατικές ακτές. Οι Τούρκοι το ονομάζουν… …

    Dictionary of Greek