φανερός
91έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… …
92αισθητικός — ή, ό (Α αἰσθητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αισθητήρια και στις αισθήσεις ή στην αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων 2. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο δεκτικός σε ερεθίσματα τού έξω κόσμου ή τού ίδιου τού σώματός του νεοελλ. 1 …
93αισθητός — ή, ό (Α αἰσθητός, ή, όν και ός, όν) ο αντιληπτός διά μέσου τών αισθήσεων (αντίθετα προς το νοητός) νεοελλ. 1. ικανός, σημαντικός, μεγάλος 2. αξιοπρόσεκτος, ευδιάκριτος, φανερός, σαφής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσθητόν αυτό που υποπίπτει στις… …
94ακατακάλυπτος — η, ο (Α ἀκατακάλυπτος, ον) [κατακαλύπτω] αυτός που δεν έχει σκεπαστεί εξ ολοκλήρου νεοελλ. 1. τελείως ακάλυπτος, φανερός 2. (ως στρατιωτ. όρος) τόπος που δεν προστατεύεται καθόλου με προκαλύμματα αρχ. 1. ασκεπής, με ακάλυπτο κεφάλι (κυρίως για… …
95αμφάδιος — ἀμφάδιος, ία, ιον (Α) δημόσιος, φανερός. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀμφάδιος < ἀμφαδός*. Η αιτ. θηλ. (ἀμφαδίην) χρησιμοποιήθηκε ως επίρρημα. ΠΑΡ. ἀμφαδίην] …
96αμφαδός — ἀμφαδός, ή, ὸν (Α) (μόνο στο ουδέτερο πληθυντικού, τὰ ἀμφαδὰ) φανερός, γνωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα (με αποκοπή και αφομοίωση) + θ. φᾰ , φαίνω + δὸς ή από το επίρρ. ἀμφαδόν*] …
97ανάδηλος — ἀνάδηλος, ον (Α) πασίδηλος, ολοφάνερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δηλος < δῆλος «φανερός». ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀναδηλῶ] …
98ανέφελος — η, ο (Α ἀνέφελος, ον) ασυννέφιαστος, ξάστερος νεοελλ. μτφ. γαλήνιος, ήρεμος, αισιόδοξος αρχ. μτφ. αυτός που δεν μπορεί να μείνει κρυμμένος, ο φανερός …
99αναμφίεστος — ἀναμφίεστος, ον (Α) (Μ και αστος) [ἀμφιέννυμι] 1. αυτός που δεν φοράει ρούχα, ο γυμνός 2. απροκάλυπτος, φανερός …
100απαρακάλυπτος — ἀπαρακάλυπτος, ον (Α) απροκάλυπτος, φανερός …