φανερός

  • 51φανερωτάτας — φανερωτάτᾱς , φανερός visible fem acc superl pl φανερωτάτᾱς , φανερός visible fem gen superl sg (doric aeolic) φανερωτάτᾱς , φανερός visible fem acc superl pl φανερωτάτᾱς , φανερός visible fem gen superl sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 52φανερωτέρα — φανερωτέρᾱ , φανερός visible fem nom/voc/acc comp dual φανερωτέρᾱ , φανερός visible fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) φανερωτέρᾱ , φανερός visible fem nom/voc/acc comp dual φανερωτέρᾱ , φανερός visible fem nom/voc comp sg (attic doric… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 53φανερωτέρας — φανερωτέρᾱς , φανερός visible fem acc comp pl φανερωτέρᾱς , φανερός visible fem gen comp sg (attic doric aeolic) φανερωτέρᾱς , φανερός visible fem acc comp pl φανερωτέρᾱς , φανερός visible fem gen comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 54FURTUM — contrectatio est rei alienae, invito domino: Ei nomen an a ferendo, an a furvo, i. e. atro, quod nocte et velo gaudeant proximi bonis insidiantes? Saturno regnante nullum fuisse dicitur. Apud Lacedaemonios, sobrios illos et acres viros, verba… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 55δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …

    Dictionary of Greek

  • 56κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 57φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β …

    Dictionary of Greek

  • 58αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …

    Dictionary of Greek

  • 59αρίδηλος — ἀρίδηλος, ον (Α) 1. φανερός, ορατός από παντού ή από μακριά 2. σαφής, ολοφάνερος, ξεκάθαρος 3. περιφανής, θαυμαστός αρχ. μσν. επίρρ. ἀριδήλως ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + δήλος «φανερός, ορατός»] …

    Dictionary of Greek

  • 60εμφανής — ές (AM ἐμφανής, ές) ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνερος αρχ. μσν. επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.) μσν. 1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. φρ. «εἰς τὸ …

    Dictionary of Greek