φανερός
101απερικάλυπτος — η, ο (Α ἀπερικάλυπτος, ον) αυτός που δεν έχει περικαλυφθεί, δεν έχει σκεπαστεί γύρο γύρο αρχ. φανερός …
102απρόοπτος — η, ο (AM ἀπρόοπτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει προβλεφθεί ή δεν μπορεί να προβλεφθεί, απροσδόκητος 2. φρ. «ἐξ ἀπροόπτου» ξαφνικά, απροσδόκητα αρχ. μσν. επίρρ. ἀπροόπτως ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. (επίρρ., ως) χωρίς πρόβλεψη, ασύνετα αρχ. ο μη… …
103αρίζηλος — ἀρίζηλος, ον και η, ον (Α) Ι. 1. φανερός, καταφανής 2. (για τη λάμψη ουράνιων σωμάτων) πολύ φωτεινός, λαμπρός 3. (για ήχο) ισχυρός, δυνατός 4. (για πρόσωπα) θαυμαστός II. επίρρ. σαφώς («ἀριζήλως εἰρημένα» αυτά που έχουν ειπωθεί ξεκάθαρα). [ΕΤΥΜΟΛ …
104ασυγκάλυπτος — η, ο (Μ ἀσυγκάλυπτος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να συγκαλυφθεί, ο φανερός …
105ασυμφανής — ἀσυμφανής, ές (AM) [συμφαίνω] Ι. 1. ο μη φανερός, αυτός που δεν φαίνεται 2. ο μυστικός, αυτός που δεν έχει αποκαλυφθεί στους ανθρώπους II. επίρρ. ἀσυμφανῶς 1. κρυφά, μυστικά 2. με ασάφεια …
106αυτοφαής — και αυτοφανής αὐτοφαής, ές και αὐτοφανής, ές (Α) αφ εαυτού φανερός, αυτόδηλος, ολοφάνερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αυτοφαής < αυτο + φαής < φάος (πρβλ. αμφιφαής) και ο τ. αυτοφανής < αυτο + φανής < εφάνην (αόρ. του φαίνομαι)] …
107αφανέρωτος — η, ο (Μ ἀφανέρωτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν είναι φανερός από μόνος του ή που δεν αποκαλύπτεται από άλλον μσν. 1. αυτός που εξαφανίστηκε, ο άφαντος, ο φυγάς 2. δυσκολοφανέρωτος, ακατάληπτος …
108γνωστός — ή, ό (AM γνωστός, ή, όν) 1. αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. φανερός 3. γνώριμος, οικείος αρχ. μσν. 1. αυτός ο οποίος είναι δυνατόν να αναγνωριστεί 2. επίσημος, ξακουστός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γνωστά συμπτώματα, σημάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το… …
109γνωτός — γνωτός, ή, όν (Α) 1. γνωστός, φανερός 2. διάσημος 3. ως ουσ. συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. γνωτός < γιγνώσκω με τις σημ. 1 και 2, ενώ με τη σημ. 3 γνωτός < (θ.) γνω < ΙΕ *gne∂3 τού ρ. γίγνομαι*. Η σημασία αυτή («συγγενής») οφείλεται πιθ.… …
110δηλαυγώς — δηλαυγῶς επίρρ. (Α) ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήλος «φανερός» + αυγή] …