φαλ-ακρός

  • 1φαλός — ή, όν, Α 1. αυτός που λάμπει, ο λευκός 2. (κατά τον Ησύχ.) «τραυλός, κωφός, μωρός» 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φαλός α) (κατά τον Απολλ. Σοφ.) «τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας» β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φαλὸς ὁ λόφος τῆς περικεφαλαίας καὶ τρυφαλεία …

    Dictionary of Greek