φαεσφόρος
1φαεσφόρος — bringing masc/fem nom sg …
2φαεσφόρος — ον, Α (ποιητ. τ.) βλ. φωσφόρος …
3φαεσφόροις — φαέσφορος light bringing masc/fem/neut dat pl φαεσφόρος bringing masc/fem/neut dat pl …
4φαεσφόρον — φαεσφόρος bringing masc/fem acc sg φαεσφόρος bringing neut nom/voc/acc sg …
5φαεσφόρου — φαέσφορος light bringing masc/fem/neut gen sg φαεσφόρος bringing masc/fem/neut gen sg …
6φαεσφόρους — φαέσφορος light bringing masc/fem acc pl φαεσφόρος bringing masc/fem acc pl …
7φαεσφόρων — φαέσφορος light bringing masc/fem/neut gen pl φαεσφόρος bringing masc/fem/neut gen pl …
8φαεσφόρα — φαεσφόρος bringing neut nom/voc/acc pl …
9φαεσφόρε — φαεσφόρος bringing masc/fem voc sg …
10φωσφόρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ρ. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 15, ατομικό βάρος 30,9· έχει ένα σταθερό ισότοπο και έξι ραδιενεργά, με αριθμό μάζας από 28 έως 34 και περιόδους υποδιπλασιασμού… …
- 1
- 2