φαγ-

  • 91ραφανοφαγία — ἡ, Α το να τρώει κανείς λάχανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος + φαγία (< φάγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αορ. β τού ἐσθίω «τρώω»), πρβλ. χορτο φαγία] …

    Dictionary of Greek

  • 92ριζοφάγος — ο / ῥιζοφάγος, ον, ΝΜΑ αυτός που τρώει ρίζες νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ριζοφάγος ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων που ζουν μέσα σε στοές στον φλοιό τών δέντρων 2. (το ουδ. στον πληθ.) τα ριζοφάγα ζωολ. τα ζώα που τρέφονται με φυτικές ρίζες αρχ …

    Dictionary of Greek

  • 93ρυπαροφάγος — ον, Μ αυτός που τρώει ρυπαρή, ακάθαρτη τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 94σαπροφαγώ — έω, Α τρώω σάπιες, σαπισμένες τροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + φαγῶ (< φάγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω «τρώγω»), πρβλ. χορτο φαγώ] …

    Dictionary of Greek

  • 95ταχυφαγία — η, ΝΜ το να τρώει κανείς γρήγορα και σχεδόν χωρίς να μασάει την τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + φαγία (< φάγος < θ. φαγ τού ἐσθίω, πρβλ. αόρ. β ἔ φαγ ον), πρβλ. γλυκυ φαγία] …

    Dictionary of Greek

  • 96φαγέδαινα — η, ΝΑ ιατρ. ελκώδης διαβρωτική εξεργασία μσν. νόσος τών μελισσών αρχ. 1. καρκινωτικό έλκος, καρκινοειδής πληγή («φαγέδαινα ἥ μου σαρκὸς ἐσθίει ποδός», Αισχύλ.) 2. ακόρεστη πείνα, αδηφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ …

    Dictionary of Greek

  • 97φαγοκύτταρο — το, Ν (βιολ. φυσιολ.) κύτταρο ικανό να προσλάβει στο εσωτερικό του και να πέψει ανόργανα ή οργανικά σωματίδια, όπως λ.χ. κόκκους άνθρακα ή σκόνης ή μικρόβια, άλλα κύτταρα ή θραύσματα ιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phagocyte < phago …

    Dictionary of Greek

  • 98φαγολυσία — η, Ν βιολ. περίπτωση κυτταροφαγίας κατά την οποία τα φαγοκύτταρα δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν την προσβαλλόμενη λεία και εκβάλλουν όλο το περιεχόμενό τους για την καταστροφή της, με αποτέλεσμα να καταστρέφονται μαζί της. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ …

    Dictionary of Greek

  • 99φαγομανία — η, Ν ιατρ. ψυχοπαθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από υπερβολική όρεξη και από ανικανότητα αντίστασης στην επιθυμία για φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + συνδετικό φωνήεν ο + μανία (<… …

    Dictionary of Greek

  • 100φαγουλάτο — το, Ν φαγώσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. έ φαγ α τού τρώγω (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. ουλός (πρβλ. νερ ουλός) + κατάλ. άτο (πρβλ. μελ άτο)] …

    Dictionary of Greek