φαγ-

  • 71οσπριοφάγος — ο 1. αυτός που τρώει κυρίως όσπρια 2. αυτός που τού αρέσει να τρώει όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < όσπριο + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω «τρώγω»), πρβλ. χορτο φάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Δ. Γαλανό] …

    Dictionary of Greek

  • 72οσπριοφαγώ — ὀσπριοφαγῶ, έω (Α) τρώω όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσπριον + φαγῶ (< φαγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω «τρώω»), πρβλ. σιτο φαγώ] …

    Dictionary of Greek

  • 73οστοφάγος — ὀστοφάγος, ὁ (Α) οστοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αορ. β τού ἐσθίω «τρώω»)] …

    Dictionary of Greek

  • 74οφιοφάγος — ο (Α ὀφιοφάγος, ον) αυτός που τρώει φίδια νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οφιοφάγος α) κοινή ονομασία τού πτηνού κιρκάετος β) επιστημονική ονομασία τού φιδιού βασιλική κόμπρα (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Ὀφιοφάγοι ονομασία λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις,… …

    Dictionary of Greek

  • 75οψοφάγος — ὀψοφάγος, ὁ (Α) 1. αυτός που τρώει χωρίς ψωμί εδέσματα τα οποία συνήθως συνοδεύονται με ψωμί, ο λαίμαργος 2. αυτός που τού αρέσουν υπερβολικά τα καλά φαγητά, καλοφαγάς 3. ονομασία ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + φάγος (< θ. φάγ ,… …

    Dictionary of Greek

  • 76παιδοφάγος — παιδοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει παιδιά («παιδοφάγος ἰχθύς», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. χορτο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 77παλαίφαγος — παλαίφαγος, ον (Α) αυτός που από παλιά ήταν βρώσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω)] …

    Dictionary of Greek

  • 78πατροφάγος — ον, Α αυτός που τρώει, που καταδαπανά την πατρική περιουσία, σπάταλος, άσωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω «τρώω»), πρβλ. σαρκο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 79πιθηκοφαγώ — έω, Α τρώγω κρέας πιθήκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + φαγῶ (< φαγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αορ. β τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φαγώ] …

    Dictionary of Greek

  • 80πικροφαγία — ἡ, Μ το να τρώει κανείς πικρά φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο) * + φαγία (< φάγος< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. χορτο φαγία] …

    Dictionary of Greek