φαγ-

  • 61νεκροφάγος — ο (Α νεκροφάγος, ον) (για ζώα και έντομα) αυτός που τρώγει πτώματα («νεκροφάγοι ὄρνιθες», Δίων, Κ.) νεοελλ. ζωολ. κατηγορία κολεόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος,… …

    Dictionary of Greek

  • 62νεκυοφάγος — νεκυοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει πτώματα, πτωματοφάγος, νεκροφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, υος «νεκρός» + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 63νυκτιλαθραιοφάγος — νυκτιλαθραιοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει κρυφά κατά τη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λαθραῖος + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω)] …

    Dictionary of Greek

  • 64οισοφάγος — (Ανατ.). Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που ενώνει τον φάρυγγα με το στομάχι· είναι ένας μυομεμβρανώδης σωλήνας μήκους περίπου 25 εκ., του οποίου οι περισταλτικές κινήσεις προωθούν τον βλωμό (μπουκιά) από τον φάρυγγα στο στομάχι. Οι πιο σημαντικές… …

    Dictionary of Greek

  • 65ονυχοφάγος — ο αυτός που έχει τη συνήθεια τής ονυχοφαγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνυχας (Ι) + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωΐα] …

    Dictionary of Greek

  • 66οπωροφάγος — ο, θηλ. και α αυτός που τρέφεται αποκλειστικά ή κυρίως με φρούτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. χορτο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 67ορνιθοφάγος — ὀρνιθοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει πτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. μελισσο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 68οροβοφαγώ — ὀροβοφαγῶ, έω (Α) τρώω ρόβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + φαγῶ (< φάγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω)] …

    Dictionary of Greek

  • 69οροφηφάγος — ὀροφηφάγος, ον (ΑΜ) αυτός που τρώει, δηλ. καταστρέφει, την οροφή («ὀροφηφάγον πῡρ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀροφή + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. χορτο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 70ορυζοφάγος — και ρυζοφάγος, α, ο 1. αυτός που έχει ως κύρια τροφή του το ρύζι 2. αυτός που τού αρέσουν πολύ τα εδέσματα από ρύζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρυζα + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… …

    Dictionary of Greek