φαγ-
51λιτοφαγία — λιτοφαγία, ἡ (Μ) λιτή, φτωχική, πενιχρή τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + φαγία* (< φάγος < θ. (φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω)] …
52λωτοφάγος — ο (Α λωτοφάγος, ον) 1. αυτός που τρέφεται με λωτούς 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Λωτοφάγοι αρχαίος μυθικός ειρηνικός και φιλόξενος λαός που κατοικούσε στις ακτές τής βόρειας Αφρικής, κάπου στην περιοχή τής Κυρηναϊκής, και είχε ως κύρια ή… …
53μαστοφαγής — μαστοφαγής, ὁ (Α) άγνωστο σήμερα αρπακτικό πτηνό («μαστοφαγὴς ὠκύπτερος», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός + φαγής (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, β αόρ. τού ἐσθίω)] …
54μιαροφαγία — η (Α μιαροφαγία) [μιαροφάγος] το να τρώει κανείς μιαρές, ακάθαρτες τροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. ωμο φάγος] …
55μικροφάγος — ο (Α μικροφάγος, ον) αυτός που τρώει λίγο ή που δεν τρώει καλά νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μικροφάγα (μικρβλ.) λευκά αιμοσφαίρια τα οποία έχουν λίγο πρωτόπλασμα, επειδή συλλαμβάνουν και καταστρέφουν τα μικρόβια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * +… …
56μοσχοφάγος — μοσχοφάγος, ον (Α) 1. αυτός που τρώει μοσχαρήσιο κρέας 2. το αρσ. ως ουσ. οἱ Μοσχοφάγοι ονομασία φυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + φάγος (< θ. φαγ πρβλ., ἔ φαγ ον, αόρ. β τού εσθίω), πρβλ. ιππο φάγος, καπρο φάγος] …
57μυαγροφαγώ — μυαγροφαγῶ, έω (Μ) τρώω το φυτό μυάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυάγρα + φαγῶ (< φάγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ β τού ἐσθίω)] …
58ναστοφάγος — ναστοφάγος, ὁ (Α) αυτός που τρώει ναστούς, πίτες που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναστός «πίτα» + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω)] …
59ναυφάγος — ναυφάγος, ον (Α) αυτός που φθείρει τα πλοία ή αυτός που προκαλεί ναυάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω)] …
60νεκροβρεφοφάγος — νεκροβρεφοφάγος, ον (Μ) (ως επίθ. τού Κρόνου) αυτός που τρώγει νεκρά βρέφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + βρέφος + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω)] …