φαγ-

  • 41κρεμμυδοφάγος — ο 1. αυτός που τρώγει πολλά κρεμμύδια 2. το έντομο κρομμυδοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω), πρβλ. ανθρωπο φάγος, χορτο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 42κρεοφάγος — ο (AM κρεοφάγος, ον, Α και κρεηφάγος, ον) αυτός που έχει ως κύρια τροφή του το κρέας («νομάδες εἰσὶ κρεοφάγοι τε καὶ γαλακτοπόται», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + φάγος (< θ. φαγ, πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω (πρβλ. ανθρωπο φάγος, χορτο… …

    Dictionary of Greek

  • 43κριθοφάγος — κριθοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κριθάρι («κριθοφάγοι ὄρνιθες», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον αόρ. τού ἐσθίω), πρβλ. κρεο φάγος, σιτο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 44κριοφάγος — κριοφάγος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) προσωνυμία θεότητας προς τιμήν τής οποίας θυσιάζονταν κριάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + φάγος (< θ. φαγ (πρβλ. ἐ φάγ ην, παθ. αόρ. β τού ἐσθίω)] …

    Dictionary of Greek

  • 45κυαμοφαγία — κυαμοφαγία, ἡ (Α) το να τρώγει κανείς κυάμους, να τρέφεται με κουκιά («ἄσιτος πόρρω ἐκαθέζετο μυσαττόμενος τὴν κυαμοφαγίαν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + φαγία (< φάγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω)] …

    Dictionary of Greek

  • 46κυνοφαγώ — κυνοφαγῶ, έω (Α) τρώγω σκυλήσιο κρέας («Θρᾳκῶν ἔνιοι κυνοφαγεῑν ἱστοροῡνται», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + φαγῶ (< φαγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. ανθρωπο φαγώ, κρεο φαγώ] …

    Dictionary of Greek

  • 47κυτταροφαγία — η βιολ. διαδικασία με την οποία ορισμένα ζώντα κύτταρα, τα φαγοκύτταρα, ή ορισμένα πρωτόζωα καταβροχθίζουν άλλα κύτταρα ή σωματίδια, αλλ. φαγοκύτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου με αντιστροφή τών συνθετικών του, πρβλ. αγγλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 48λαβροφαγώ — λαβροφαγῶ, έω (Α) τρώγω με βουλιμία, τρώγω λαίμαργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + φαγῶ (< φάγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω), πρβλ. καρπο φαγώ, ξηρο φαγώ] …

    Dictionary of Greek

  • 49λαθροφάγος — ο (AM λαθροφάγος, ον) αυτός που τρώγει κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)* + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. κρεο φάγος, χορτο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 50λιοφάγος — ο ελαιοφάγος, αυτός που τρώγει τις ελιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (II)* + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω, «τρώω»)] …

    Dictionary of Greek