φαγ-

  • 31κομαροφάγος — κομαροφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει κούμαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμαρος + φάγος (< θ. φάγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω)] …

    Dictionary of Greek

  • 32κοπροφάγος — ο (ΑM κοπροφάγος, ον) 1. αυτός που τρώγει κόπρανα, περιττώματα 2. (για έντομα και ζώα) αυτός που τρέφεται με κοπριά, που συνηθισμένη τροφή του είναι η κοπριά νεοελλ. 1. ιατρ. άτομο που επιδίδεται στην κοπροφαγία 2. φρ. «κοπροφάγα έντομα» ζωολ.… …

    Dictionary of Greek

  • 33κοπροφαγία — η βιολ. η πρόσληψη κοπράνων ως τροφής, κατάσταση η οποία είναι φυσιολογική σε ορισμένα ζώα, ενώ στον άνθρωπο παρατηρείται σε περιπτώσεις βαριάς άνοιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprophagy < copro (πρβλ. κόπρος [Ι]) + phagy (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 34κοραλλιοφάγος — ο ζωολ. γένος δίθυρων μαλακίων με ακανόνιστο όστρακο, συχνά υποκυλινδρικό, που ανήκει στην οικογένεια traperiidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coralliophagus < corallio (πρβλ. κοράλλιο) + phagus (πρβλ. φάγος < θ. φαγ , πρβλ. αόρ. β… …

    Dictionary of Greek

  • 35κοσμοφάγος — κοσμοφάγος, ον (Μ) αυτός που καταστρέφει, που κατατρώει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. ανθρωπο φάγος, σαρκο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 36κοστοφάγος — κοστοφάγος, ὁ (Α) κωμική ονομασία βατράχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόστος (Ι), ο + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. κοσμο φάγος, σαρκο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 37κραδοφάγος — κραδοφάγος, ον (Α) 1. αυτός που τρώγει τα βλαστάρια τής συκιάς 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κραδοφάγος κραδοπώλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «βλαστός συκιάς» + φάγος < θ. φαγ (πρβλ. ἔ φαγ ον)] …

    Dictionary of Greek

  • 38κραμβοφάγος — κραμβοφάγος, ον (Α) (για βάτραχο) αυτός που τρώει κράμβες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + συνδετικό φωνήεν ο + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον), πρβλ. χορτο φάγος, ωμο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 39κρεατοφάγος — και κρεατοφαγάς και κρεατοφάς, ο αυτός που έχει το κρέας ως βασικό είδος διατροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον), πρβλ. αδη φάγος, χορτο φάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 40κρειοφάγος — κρειοφάγος, ον (Α) σαρκοφάγος, σαρκοβόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρειο βλ. κρεο + φάγος (< θ. φαγ πρβλ. ἔ φαγ ον), πρβλ. σαρκοφάγος, φυτο φάγος] …

    Dictionary of Greek