φαγ-

  • 21καλαμηφάγος — καλαμηφάγος, ον (Α) αυτός που κόβει, που θερίζει το καλάμι τού σταριού («δρέπανον καλαμηφάγον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος (ο τ. καλαμη χρησιμοποιείται για μετρικούς λόγους) + φάγος (< θ. φαγ πρβλ. αόρ. ἔ φαγ ον τού ἐσθίω), πρβλ. κρεατο …

    Dictionary of Greek

  • 22καλοφαγία — η (Μ καλοφαγία) το να τρώει κάποιος καλά, άφθονα και εκλεκτά φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + φαγία (< φαγος < θ. φαγ πρβλ. ἔ φαγ ον τού ἐσθίω), πρβλ. ολιγο φαγία, πολυ φαγία] …

    Dictionary of Greek

  • 23καπροφάγος — καπροφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει κάπρους, αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, χορτο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 24καρποφάγος — ο, θηλ. και α (Α καρποφάγος, ον) αυτός που τρέφεται κυρίως με καρπούς («τὰ μὲν σαρκοφάγα, τὰ δὲ καρποφάγα, τὰ δὲ παμφάγα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἐ φάγ ην, παθ. αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. ανθρωπο φάγος, χορτο… …

    Dictionary of Greek

  • 25κερατοφάγος — κερατοφάγος, ον (Α) (για είδος σκουληκιού) αυτός που τρώει τα κέρατα τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. β ἔ φαγ ον)] …

    Dictionary of Greek

  • 26κητοφάγος — κητοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω)] …

    Dictionary of Greek

  • 27κισσοφάγος — κισσοφάγος, αττ. τ. κιττοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. β ἔ φαγ ον τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, φυτο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 28κλεψιφάγος — κλεψιφάγος, ον (Μ) αυτός που τρώγει κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + φάγος < θ. φαγ , πρβλ. αόρ. β ἔ φαγ ον), πρβλ. σαρκο φάγος, χορτο φάγος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …

    Dictionary of Greek

  • 29κοινοφαγία — κοινοφαγία, ἡ (Α) το να τρώει κάποιος ακάθαρτα και απαγορευμένα φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + φαγία, με επίδραση ενός αμάρτυρου *κοινο φαγῶ < κοινός + φαγῶ (< φάγος < θ. φαγ τού αορ. ἔ φαγ ον)] …

    Dictionary of Greek

  • 30κολλικοφάγος — κολλικοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κουλούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλιξ, ικος + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, χορτο φάγος] …

    Dictionary of Greek