φαγ-

  • 121εφημεριδοφάγος — ο αυτός που διαβάζει πολλές εφημερίδες ή που διαβάζει άπληστα ώς την τελευταία γραμμή την εφημερίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφημερίς, ίδος + φαγος (< θ. φαγ τού αορ. έφαγον τού εσθίω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …

    Dictionary of Greek

  • 122ζαχαροφάγος — ο αυτός που αγαπά υπερβολικά τη ζάχαρη και τα γλυκίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + φάγος < θ. φαγ τού αορ. έφαγον τού ρ. εσθίω*. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] …

    Dictionary of Greek

  • 123ηθμοφαγία — η βιολ. τρόπος προσλήψεως τής τροφής με μορφή τροφικών σωματιδίων που φιλτράρονται από το νερό, ο οποίος χαρακτηρίζει ασπόνδυλα ή μεγάλα σπονδυλόζωα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός, ο «φίλτρο» + φαγία (< φαγος < έ φαγ ον, αόρ. τού εσθίω), πρβλ. κρεατο …

    Dictionary of Greek

  • 124ηπατοφάγος — ἡπατοφάγος, ον (Μ) αυτός που τρώει το ήπαρ («ἡπατοφάγος λέων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηπατο (< ήπαρ) + φαγος (θ. φαγ πρβλ. έ φαγον), πρβλ. ανδρο φάγος, ανθρωπο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 125θαμνοφάγος — θαμνοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει θάμνους («θαμνοφάγα ζῷα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + φαγος < θ. φαγ (πρβλ. έφαγον) τού εσθίω*] …

    Dictionary of Greek

  • 126κοιλιοχορδοφάσα — κοιλιοχορδοφάσα, ἡ (Μ) (για την αλεπού) αυτή που καταβροχθίζει κοιλιές και έντερα («μαγγαναρέα, μιαρή, κοιλιοχορδοφάσα», Διήγ. Παιδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλιό χορδα «κοιλιές και εντόσθια» + φάσα (< φαγούσα, θηλ. μτχ. αόρ. β ἔ φαγ ον τού τρώγω), τ …

    Dictionary of Greek

  • 127κορυζάς — κορυζᾱς, ᾱ, ὁ (Α) αυτός που πάσχει από δυνατό συνάχι, μυξιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. άς τής λαϊκής αρχαίας γλώσσας (πρβλ. λαχαν άς, φαγ άς)] …

    Dictionary of Greek

  • 128κροτοφάγος — ο ζωολ. γένος κοκκυγιόμορφων πτηνών τής οικογένειας cuculidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crotophaga < νεώτ. λατ. crotophaga < croto (< κρότων) + phaga (< φάγος < θ. φαγ τού ἐσθίω)] …

    Dictionary of Greek