φαγ-

  • 111αναγκοφαγία — η (Α ἀναγκοφαγία) (για αθλητές) υποχρεωτική, αυστηρή δίαιτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀναγκοφάγος < ἀνάγκη + φαγος < θ. φαγ τού αορ. β τού ἐσθίω] …

    Dictionary of Greek

  • 112αναγκοφαγώ — ἀναγκοφαγῶ ( έω) (Α) αναγκοσιτώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀναγκοφάγος < ἀνάγκη + φαγος < θ. φαγ τού αορ. β τού ἐσθίω] …

    Dictionary of Greek

  • 113βασιλοφάγος — ο 1. αυτός που «έφαγε», δηλ. σκότωσε ή εκθρόνισε βασιλιά 2. φανατικός πολέμιος του βασιλικού θεσμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεύς + φάγος < (θ.) φαγ , έφαγον (αόρ. β του εσθίω.) Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 114βιβλιοφάγος — ο 1. αυτός που διαβάζει πολλά βιβλία 2. το αρσ. ως ουσ. έντομο που καταστρέφει το χαρτί ή το δέσιμο των βιβλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + φάγος < (θ.) φαγ , έφαγον (αόρ. β του εσθίω πρβλ. αγγλ. bibliophage). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον… …

    Dictionary of Greek

  • 115βορβοροφάγος — βορβοροφάγος, ον (Μ) (για χοίρο) αυτός που τρώει βόρβορο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόρβορος + φάγος < (θ.) φαγ , έφαγον (αόρ. β του εσθίω)] …

    Dictionary of Greek

  • 116βοτανηφάγος — βοτανηφάγος, ον (AM) (Μ και βοτανοφάγος, ον) χορτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοτάνη + φάγος < (θ.) (φαγ , έφαγον (αόρ. β του εσθίω)] …

    Dictionary of Greek

  • 117γεωφάγος — ο αυτός που τρώει χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω (< γη) + φαγος < (θ.) φαγ , έφαγον (αόρ. β του εσθίω)] …

    Dictionary of Greek

  • 118γηφάγος — γηφάγος, ον (Α) αυτός που τρέφεται μόνο με χόρτα από τη γη, ο άπορος (Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < γη + φάγος < (θ.) φαγ , έφαγον (αορ. β τού εσθίω)] …

    Dictionary of Greek

  • 119γλακτοφάγος — γλακτοφάγος, ον (Α) 1. ο γαλακτοφάγος, αυτός που ζει με γάλα 2. (πληθ. ως ουσ.) οι Γλακτοφάγοι σκυθικός λαός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλακτ (πρβλ. γλακτοτρόφος) + φαγος < (θ.) φαγ , έφαγον, αόρ. β τού εσθίω (βλ. και λ. γάλα)] …

    Dictionary of Greek

  • 120ερπετοφάγος — ο (Α ἑρπετοφάγος) αυτός που τρώει, που τρέφεται με ερπετά («αἴλουρον τὸν ἑρπετοφάγον», Επιφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετό + φαγος (< ρ. φαγ , έφαγ ον)] …

    Dictionary of Greek