φαγ-

  • 11θυμβροφάγος — θυμβροφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει θύμβρα*, επομ. δριμύς («θυμβροφάγον βλέπειν» το να δείχνει κανείς σαν να έχει φάει θύμβρα, δηλ. να ξινίζει τα μούτρα, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμβρα + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. β έ φαγ ον τού ρ. εσθίω),… …

    Dictionary of Greek

  • 12ιαμβειοφάγος — ἰαμβειοφάγος, ὁ (Α) αυτός που τρώγει ιάμβους, δηλ. που καταστρέφει τους ιάμβους κατά την απαγγελία («ὁ βάσκανος οὗτος ἰαμβειοφάγος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαμβείος + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον τού ρ. εσθίω), πρβλ. βιβλιο φάγος, χορτο… …

    Dictionary of Greek

  • 13ιαμβοφάγος — ιαμβοφάγος, ὁ (Α) ο ιαμβειοφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον τού ρ. εσθίω), πρβλ. δημο φάγος, ολιγο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 14ιξοφάγος — ἰξοφάγος, ον (Α) ιξοβόρος, αυτός που τρώει τον ιξό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + φάγος (< θ. φαγ τού ἔ φαγ ον που χρησιμεύει ως αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, φυτο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 15ιπποφάγος — ο (ΑΜ ἱπποφάγος) αυτός που τρώει κρέας ίππου, αυτός που τρέφεται με αλογήσιο κρέας μσν. αρχ. στον πληθ. οἱ ἱπποφάγοι επίθ. τών Ταρτάρων, μιας σκυθικής φυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φάγος < θ. φαγ (πρβλ. ἕ φαγ ον τού ἐσθίω*)] …

    Dictionary of Greek

  • 16ισχαδοφάγος — ἰσχαδοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει ξηρά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, άδος + φάγος (< θ. φαγ τού ρ. ἐσθίω, πρβλ. αόρ. β ἔ φαγ ον), πρβλ. σαρκο φάγος φυτο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 17ιχθυοφάγος — το (Α ἰχθυοφάγος, ον) αυτός που τρέφεται με ψάρια, ψαροφάγος αρχ. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἰχθυοφάγοι όνομα φύλων τού Περσικού και τού Αραβικού Κόλπου που τρέφονταν αποκλειστικά με ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ …

    Dictionary of Greek

  • 18ιχθυφάγος — ἰχθυφάγος, ον (Α) ιχθυοφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, χορτο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 19κακοφάγος — ο (ψυχιατρ.) άτομο που από διαστροφή τής ορέξεως τρώει είδη ακατάλληλα για διατροφή ή και βλαβερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φάγος (< θ. φαγ τού ἔ φαγ ον τού ἐσθίω*), πρβλ. ταχυ φάγος, ωμο φάγος] …

    Dictionary of Greek

  • 20κακοφαγία — η 1. το να τρώγει κανείς ανεπαρκή ή ανθυγιεινή τροφή, ολιγοφαγία, υποσιτισμός, κακή διατροφή 2. (ψυχιατρ.) παθολογική ψυχική κατάσταση ατόμων που από διαστροφή τής ορέξεως τρώνε είδη ακατάλληλα για διατροφή ή και βλαβερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + …

    Dictionary of Greek