φίλ-ερις

  • 1φίλερις — ι, ΝΑ (λόγιος τ.) εριστικός, φιλόνικος, καβγατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἔρις «διένεξη, διχόνοια» (πρβλ. δύσ ερις)] …

    Dictionary of Greek