φίλως
1φίλως — Α επίρρ. βλ. φίλος …
2φιλῶς — φιλόω pres ind act 2nd sg (doric) …
3φίλως — φίλος beloved adverbial φίλος beloved masc acc pl (doric) φιλόω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
4φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …