φίλος

  • 91Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …

    Wikipedia

  • 92O filos mou o Lefterakis — Ο φίλος μου ο Λευτεράκης Written by Alekos Sakellarios Starring Dinos Iliopoulos Kostas Voutsas Maro Kontou Giorgos Konstadinou Hristos Tsaganeas Kaiti Panou Katerina Gioulaki Nikitas Platis Margarita Athanasiou Jenny Kyriakou …

    Wikipedia

  • 93AMICORUM greges — ostentationis ergo, aliti olim Romae: ut divitias et opulentiam iactarent huius rei studiosi, Martial. l. 2. Epigr. 74. Cinctum togatis post et ante Sausellum, Quantâ reduci Regulus solet turbâ, Ad alta tonsum Templa cum reum misit, Materne,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 94-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …

    Dictionary of Greek

  • 95Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 96Ιούνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. I. Γαλλίων (1ος αι. μ.Χ.). Ρήτορας. Ήταν συνήγορος της πρώτης αυτοκρατορικής περιόδου. Καταγόταν από την Ισπανία, ήταν φίλος του Σενέκα του πρεσβύτερου και υιοθέτησε τον γιο του, Νοβάτο. Φίλος… …

    Dictionary of Greek

  • 97αδελφοποιτός — Πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την αδελφοποίηση. Λέγονται και σταυραδερφοί σταυραδέρφια, βλάμηδες και μπουραζέρηδες, μπράτιμοι και αρκαντάσηδες κλπ. Κατά την εποχή της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, α. ονόμαζαν τα αγράμματα μέλη της, που… …

    Dictionary of Greek

  • 98αερόφιλος — η, ο αυτός που αγαπά τον καθαρό αέρα, ο φίλος τής ζωής τής υπαίθρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + φίλος] …

    Dictionary of Greek

  • 99αθηνόφιλος — η, ο φίλος τής Αθήνας ή τών Αθηναίων, φιλαθήναιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αθήνα + φίλος] …

    Dictionary of Greek

  • 100αλβανόφιλος — η, ο αυτός που συμπαθεί τους Αλβανούς, που διάκειται φιλικά προς αυτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός + φιλος < φίλος] …

    Dictionary of Greek