φίλος
101αρηΐφιλος — ἀρηΐφιλος, η, ον (Α) αγαπητός στον Άρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρήϊος + φιλος < φίλος] …
102αρχαιόφιλος — ο, η αυτός που αγαπά τα έργα της αρχαίας τέχνης ή γενικά την αρχαιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + φιλος < φίλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος] …
103ασβεστόφιλος — ο βιολ. (για φυτά) αυτός πού αναπτύσσεται κυρίως σε ασβεστούχα εδάφη (γιουνίπερος, πουρνάρι κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. calciphile < calci < λατ. calx, calcis «άσβεστος» + phile < φιλος < φίλος). Στην… …
104βιβλιόφιλος — ο εκείνος που αγαπά, συλλέγει και μελετά διάφορα βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + φίλος < φίλος (πρβλ. γαλλ. bibliophile). Η ελλ. λ. μαρτυρείται στον Ανδρέα Μουστοξύδη] …
105δικός — και ιδικός και εδικός, ή και ιά, ό (AM ιδικός, ή, όν) ισοδυναμεί με κτητική αντωνυμία 1. συγγενής, οικείος, στενός φίλος 2. (με τις προσωπ. αντων. μου, σου, του ή της, μας, σας, τους) (για πρόσ.) συγγενής ή στενός φίλος, συνεργάτης κ.λπ. 3. (με… …
106δορύξενος — δορύξενος, ο, η (Α) 1. αυτός που αιχμαλωτίστηκε και ύστερα έγινε φίλος τού εχθρού του 2. σύντροφος στη μάχη, πιστός φίλος …
107επιτήδειος — α, ο (Α ἐπιτήδειος, ον και ος, εία, ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, έη, εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, α, ον) 1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ. β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.) 2. (το ουδ. πληθ …
108εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… …
109κλειστοφιλία — η ιατρ. παθολική τάση αυτοεγκλεισμού στο σπίτι ή σε οποιονδήποτε χώρο ή ακόμη και απομόνωσης, συχνή στη μανία καταδιώξεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της πρβλ. αγγλ. claustrophilia < claustro… …
110κοπρόφιλος — ο άτομο που πάσχει από κοπροφιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprophilous < copro (πρβλ. κόπρος [Ι]) + philous (πρβλ. φιλος < φίλος)] …