φέρτατος
1φέρτατος — bravest masc nom sg …
2φέρτατος — άτη, ον, Α (επίθ. υπερθ. βαθμού) 1. (για πρόσ.) ο πιο γενναίος ή αυτός που κατέχει την πιο υψηλή θέση σε μια ιεραρχική τάξη (α. «χερσί τε βίῃφί τε φέρτατοι ἦσαν», Ομ. Οδ. β. «ὁ δ ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς ἐκείνου γενεάν», Πίνδ.) 2. (για πράγμ.) ο πιο …
3φερτάτων — φέρτατος bravest fem gen pl φέρτατος bravest masc/neut gen pl …
4φέρτατον — φέρτατος bravest masc acc sg φέρτατος bravest neut nom/voc/acc sg …
5φέρτερον — φέρτατος bravest masc acc sg φέρτατος bravest neut nom/voc/acc sg …
6φερτάτου — φέρτατος bravest masc/neut gen sg …
7φερτάτῳ — φέρτατος bravest masc/neut dat sg …
8φερτέρη — φέρτατος bravest fem nom/voc sg (epic ionic) …
9φερτέρου — φέρτατος bravest masc/neut gen sg …
10φερτέρους — φέρτατος bravest masc acc pl …