φέρνω
81αγγελοφέρνω — 1. μοιάζω με άγγελο, είμαι ωραίος σαν άγγελος 2. είμαι έτοιμος να παραδώσω την ψυχή μου στον άγγελο τού θανάτου, ψυχορραγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + φέρνω] …
82αγγλοφέρνω — μιμούμαι τους τρόπους και τις συνήθειες τών Άγγλων, συμπεριφέρομαι όπως αυτοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + φέρνω*] …
83αγριοφέρνω — φαίνομαι άγριος, αγριωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. άγριος + φέρνω] …
84αεροφέρνω — και αγεροφέρνω έχω «αέρα», χάρη στην εμφάνιση ή τους τρόπους μου, συμπεριφέρομαι με άνεση, χαριτωμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + φέρνω* (= μοιάζω)] …
85αισθηματοποιώ — μεταβάλλω σε αίσθημα, φέρνω ολοζώντανο εμπρός μου (στίχ. «κι αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο για μένα» Καβάφης: Στον ίδιο χώρο) …
86αλαφροφέρνω — είμαι λίγο ανόητος, κουτοφέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + φέρνω] …
87αλλοφερμένος — η, ο αυτός που ήρθε ή μεταφέρθηκε από άλλο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + φερμένος, μτχ. πρκμ. τού ρ. φέρνω] …
88αλφαδιάζω — 1. καθορίζω ή ελέγχω με το αλφάδι την οριζοντιότητα μιας επιφάνειας, οριζοντιώνω 2. φέρνω στην ίδια γραμμή, στην ίδια ευθεία, τα μέρη μιας ορισμένης επιφάνειας ή τις κορυφές και τις επιφάνειες διαφόρων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλφάδι. ΠΑΡ.… …
89αναγγέλλω — (Α ἀναγγέλλω) 1. φέρνω αγγελία, ανακοινώνω, γνωστοποιώ 2. ειδοποιώ για την επίσκεψη προσώπου αρχ. 1. μιλώ για κάποιον 2. προκηρύσσω, ορίζω ανταμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀγγέλλω. ΠΑΡ. αναγγελία, αναγγελτήριος, αναγγελτικός] …
90αναγκάζω — (Α ἀναγκάζω) 1. πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, επιβάλλω με τη βία 2. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον στενοχωρώντας τον, τόν στενοχωρώ, τόν φέρνω σε δύσκολη θέση αρχ. ισχυρίζομαι, επιμένω ότι κάτι… …