φέρνω

  • 61υπεκκομίζω — Α 1. μεταφέρω κρυφά έξω ή μακριά («ὑπεκκομίζει ἐς Ὄλυνθον... παῑδας καὶ γυναῑκας τῶν Σκιωνέων», Θουκ.) 2. μέσ. ὑπεκκομίζομαι μεταφέρω κάτι κρυφά διά μέσου ενός άλλου («ὑπεξεκομίσαντό τε πάντα καὶ αὐτοὶ διέβησαν ἐς Σαλαμῑνα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …

    Dictionary of Greek

  • 62υπεκφαίνω — Α φέρνω στο φως, φανερώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκφαίνω «φέρνω στο φως, φανερώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 63χρή — (I) και χρή, ἡ, Α 1. σπαν. χρεία, ανάγκη 2. φρ. «χρῆ σται» ή «χρἦσται» (ως μέλλοντας τού ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή]. (II) ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α απρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆν η μοίρα, το πεπρωμένο αρχ. 1. είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 64χρυσοφέρνω — Ν μοιάζω με χρυσάφι, έχω την εμφάνιση τού χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + φέρνω, β συνθετικό ρ. με σημ. «μοιάζω με...», που ανάγεται στο ρ. φέρ(ν)ω (πρβλ. ξενο φέρνω)] …

    Dictionary of Greek

  • 65χωριατοφέρνω — Ν (αμτβ.) έχω κάπως χωριάτικη συμπεριφορά, φέρομαι σαν χωριάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + φέρνω (πρβλ. μικρο φέρνω)] …

    Dictionary of Greek

  • 66φέρνομαι — φέρνομαι, φέρθηκα, φερμένος βλ. πίν. 227 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή… …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 67φέρομαι — φέρομαι, φέρθηκα βλ. πίν. 218 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το… …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 68φέρω — φέρω, έφερα βλ. πίν. 217 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το φέρομαι… …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 69επαναφέρω — και επαναφέρνω επανέφερα και επανάφερα, επαναφέρθηκα, επαναφερμένος, μτβ. 1. φέρνω κάτι πίσω ή στην προηγούμενη θέση του, το φέρνω ξανά, ξαναφέρνω: Επαναφέρουν τους μαθητές στο σχολείο. 2. μτφ., αποκαθιστώ κάτι στην προηγούμενη θέση ή κατάστασή… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 70Indo-European languages — Indo European redirects here. For other uses, see Indo European (disambiguation). See also: List of Indo European languages Indo European Geographic distribution: Before the 16th century, Europe, and South, Central and Southwest Asia; today… …

    Wikipedia