φέρνω

  • 41νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …

    Dictionary of Greek

  • 42παράγω — ΝΜΑ 1. δίνω ύπαρξη σε κάτι, γεννώ, δημιουργώ, φτειάχνω 2. γραμμ. (το ενεργ. και συν. το μέσ.) (για λέξη) σχηματίζω ή σχηματίζομαι με την προσθήκη κατάληξης ή με την παρεμβολή προσφύματος («το ουσιαστικό λόγος παράγεται από το ρήμα λέγω») νεοελλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 43παραφέρω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. παρφέρω Α, παραφέρνω Ν νεοελλ. βλ. παραφέρνω νεοελλ. αρχ. μέσ. παραφέρομαι εξάπτομαι, παρεκτρέπομαι μσν. αρχ. επικαλούμαι («πίστεις παραφέροντες τοῡ μὴ βεβαίως αυτοὺς διηλλάχθαι», Δίον. Αλ) αρχ. 1. (σχετικά με φαγητά και… …

    Dictionary of Greek

  • 44παρεισκομίζω — Α εισκομίζω, φέρνω μέσα κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσκομίζω «φέρνω μέσα»] …

    Dictionary of Greek

  • 45παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …

    Dictionary of Greek

  • 46περιάγω — ΝΜΑ οδηγώ κάποιον ή κάτι γύρω, περιφέρω (α. «ἄγγελος... στολήν σε... ἠμφίασε καὶ ὡς νύμφην περιήγαγε», Μηναί. β. «τὸ δὲ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου πεδίον περιήγαγε», Ξεν.) νεοελλ. κάνω κάποιον να έλθει σε δύσκολη κατάσταση («η χαρτοπαιξία τόν… …

    Dictionary of Greek

  • 47περιίστημι — ΝΜΑ (μέσ. μόνον στην οριστ. αορ.) περιέστην περιπίπτω περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ (α. «περιέστη σε αδιέξοδο» β. «τὰ πράγματα εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη» σ αυτό το σημείο που έχουν φτάσει τώρα τα πράγματα, Δημοσθ.) μσν. αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 48πορτάρω — Ν (για κυνηγετικό σκυλί) φέρνω το θήραμα στον κυνηγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. portare «φέρνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 49προανάγω — Α 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον προηγουμένως επάνω 2. συντελώ ώστε να εκπλεύσει πλοίο από το λιμάνι πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνάγω «φέρνω, οδηγώ πάνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 50προσελκύω — Ν 1. έλκω προς το μέρος μου, τραβώ προς εμένα 2. φέρνω προς εμένα, φέρνω με το μέρος μου, δελεάζω, γοητεύω («προσελκύω οπαδούς») 3. παρασύρω, συγκεντρώνω αποσπώ («ο γλαφυρός του λόγος προσείλκυσε το ενδιαφέρον όλων τών παρεβρισκομένων») …

    Dictionary of Greek