φέρνω

  • 31γείνομαι — (Α) 1. γεννιέμαι 2. (μέσ. με ενεργ. σημ.) γεννώ, φέρνω στον κόσμο (για πατέρα, μητέρα ή την πατρίδα) (α. οἱ γεινάμενοι οι γονείς β. ὁ γεινάμενος ο πατέρας γ. ἡ γειναμένη η μητέρα δ. «πατρίς ἥ μ ἐγείνατο» η πατρίδα που μέ γέννησε, Ευρ.) 3. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 32γύρω — και γύρο και γύρα επίρρ. [γύρος] 1. κυκλικά, ολόγυρα 2. (χρονικά) περίπου 3. φρ. α) «έχω γύρω μου κάποιον» υποστηρίζομαι β) «τα φέρνω γύρω» τα καταφέρνω, εξοικονομώ τα προς το ζην γ) «φέρνω γύρω» περιφέρομαι …

    Dictionary of Greek

  • 33εισάγω — (AM εἰσάγω) 1. οδηγώ κάποιον μέσα («τόν εισήγαγε στην αίθουσα τού θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ εἰσάγει δόμοις») 2. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο («εἰσάγω καθετήρα...») 3. (για εμπορεύματα) φέρνω από άλλη χώρα («εισάγει πρώτες ύλες»,… …

    Dictionary of Greek

  • 34εισφέρω — (AM εἰσφέρω) 1. φέρνω, τοποθετώ μέσα 2. συνεισφέρω, παρέχω και εγώ κάτι («χρήματα πρὸς τὸν πόλεμον εἰσενεγκεῑν τοὺς πολίτας», Πλούτ.) νεοελλ. βοηθώ, συντελώ μσν. 1. παρουσιάζω, απεικονίζω 2. ρέπω, κλίνω σε κάτι αρχ. 1. εισέρχομαι 2. (στην Αθήνα)… …

    Dictionary of Greek

  • 35ενάγω — (AM ἐνάγω) 1. φέρνω κάποιον στο δικαστήριο, κατηγορώ, κάνω αγωγή 2. (η μτχ. ως ουσ.) α) ενάγων, ούσα, ον στην πολιτική δικονομία, αυτός που υποβάλλει την αίτηση για παροχή έννομης προστασίας και προκαλεί δικαστικό αγώνα, αυτός που εγείρει αγωγή… …

    Dictionary of Greek

  • 36επεισάγω — ἐπεισάγω (Α) [εισάγω] 1. εισάγω, φέρνω στο σπίτι δεύτερη σύζυγο ή παλλακίδα («ὁ παισὶν αὑτοῡ μητρυιὰν ἐπεισάγων», «ἐπεισάγων εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν ἑταίρας», Ανδ.) 2. εισάγω κάτι νέο, παρουσιάζω κάτι καινούργιο («ἄλλην ἐπεισῆγε μηχανήν» επινόησε… …

    Dictionary of Greek

  • 37επιχρίμπτω — ἐπιχρίμπτω (Α) 1. φέρνω κάτι επάνω από κάτι άλλο («ἐπιχρίμπτων νέφος ἐπὶ γαῑαν») 2. επιτίθεμαι 3. παθ. ἐπιχρίμπτομαι ακουμπώ, στηρίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρίμπτω «πλησιάζω, φέρνω κοντά»] …

    Dictionary of Greek

  • 38κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 39κατακομίζω — (Α) 1. φέρνω κάτι από κάποιο ψηλό μέρος σε άλλο χαμηλότερο και ιδίως από το εσωτερικό μιας χώρας στην παραλία («ὕλην τε γὰρ καὶ φύει καὶ ποταμοῑς κατακομίζει», Στράβ.) 2. προσορμίζω, αράζω || («κατακομίσαι τὴν ναῡν», Δημοσθ.) 3. φέρνω κάτι σε… …

    Dictionary of Greek

  • 40κουτοφέρνω — είμαι κάπως κουτός, κλίνω προς την κουταμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + φέρνω (πρβλ. χαζο φέρνω)] …

    Dictionary of Greek