φέρνω
121αυτόκρανος — αὐτόκρανος, ον (Α) φρ. «αὐτόκρανος λόγος» αυτονόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + κρανος < κραίνω, ποιητ. και κραιαίνω «φέρνω σε πέρας, εκτελώ, καταλήγω»] …
122αχείμαστος — ἀχείμαστος, ον (AM) και ἀχείμαντος και ἀχείματος, ον (Α) όποιος δεν ταράζεται από τρικυμίες, ο γαλήνιος, ο ήσυχος μσν. επίρρ. ἀχειμαστὶ χωρίς αναταραχή αρχ. (για τον άνεμο) ήπιος, ελαφρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχείμαστος < α στερ. + χειμάζω «φέρνω… …
123βιάζω — (AM βιάζω) Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία 2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον φορτικά νεοελλ. 1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα… …
124βόλτα — Ποταμός (1.500 χλμ.) της δυτικής Αφρικής. Διαρρέει τα κράτη Μπουρκίνα Φάσο (πρώην Άνω Βόλτα), Ακτή του Ελεφαντοστού και, κυρίως, την Γκάνα. Σχηματίζεται στη βορειοκεντρική Γκάνα από τη συμβολή των δύο μεγαλύτερων κλάδων του, του Μαύρου Β. και του …
125γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …
126γδέρνω — (Μ γδέρνω) 1. (για ζώα) αφαιρώ το δέρμα 2. (για μέλη τού σώματος) τραυματίζω νεοελλ. 1. (για άνθρωπο) κακοποιώ, βασανίζω 2. εκμεταλλεύομαι κάποιον οικονομικά 3. καταστρέφω, ταλαιπωρώ 4. (για φυτά) ξεφλουδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εγδέρνω < αρχ.… …
127γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά …
128γλυκομεθώ — ( άω) 1. μεθώ κάποιον ελαφρά και σιγά σιγά 2. μεθώ σιγά σιγά 3. (για μουσικό όργανο) φέρνω κάποιον σε γλυκιά μέθη, μαγεύω απαλά …