φέρνω

  • 101αντικομίζω — ἀντικομίζω (Α) φρ. «ἀντικομίζω λόγον» φέρνω την απάντηση …

    Dictionary of Greek

  • 102αντιλέγω — (AM ἀντιλέγω) φέρνω αντίρρηση, αντικρούω αυτά που έχουν λεχθεί μσν. 1. δικαιολογούμαι 2. αντικρούω, αποκρούω εχθρική επίθεση 3. δυσανασχετώ αρχ. μσν. 1. αντιτίθεμαι 2. αμφισβητώ 3. αρνούμαι, απορρίπτω 4. απαντώ αρχ. μσν. τα αντιλεγόμενα 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 103αντιλογώ — κ. αντιλογιούμαι (Α ἀντιλογῶ έω Μ ἀντιλογοῡμαι) αντιλέγω, φέρνω αντίρρηση μσν. νεοελλ. ( λογώ κ. –γούμαι) δίνω απάντηση σε συζήτηση νεοελλ. ( ώ) 1. αλλάζω γνώμη 2. συγχύζω, ταράζω κάποιον αρχ. ( ῶ) αρνούμαι …

    Dictionary of Greek

  • 104αντιμιλώ — (Μ ἀντιμιλῶ, έω) 1. φέρνω αντίρρηση, αντιλέγω 2. μιλώ άπρεπα, αυθαδιάζω …

    Dictionary of Greek

  • 105αντιπαρεξάγω — ἀντιπαρεξάγω (Α) 1. εξάγω, οδηγώ στράτευμα εναντίον του εχθρού 2. επιτίθεμαι 3. φέρνω επιχειρήματα εναντίον κάποιου 4. συγκρίνω, παραλληλίζω …

    Dictionary of Greek

  • 106αντιπεριίστημι — ἀντιπεριίστημι (Α) 1. περιβάλλω και συμπιέζω από παντού 2. φέρνω, διαδίδω κάτι παντού 3. ( αμαι) α) συμπιέζομαι από παντού β) αντικαθίσταμαι από άλλη ουσία …

    Dictionary of Greek

  • 107αντιπροσφέρω — (Α ἀντιπροσφέρω) νεοελλ. ανταποδίδω προσφορά αρχ. φέρνω κι εγώ κάτι κοντά σε κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 108ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… …

    Dictionary of Greek

  • 109απάγω — (AM ἀπάγω) [άγω] αρπάζω και κρατώ κάποιον αρχ. 1. οδηγώ μακριά και κρατώ («ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα» κλέβουν βόδια και παχιά πρόβατα, Όμηρος) 2. αφαιρώ, μετακινώ («ἀπάγω τὸ ἱμάτιον τοῡ τραχήλου», Πλούταρχος) 3. οδηγώ μακριά, αποσύρω («ἀπάγω… …

    Dictionary of Greek

  • 110απαγγέλλω — (Α ἀπαγγέλλω κ. ιων. ἀπαγγελέω) νεοελλ. 1. διαβάζω ή εκφωνώ με έντεχνο ύφος ποίημα 2. (κυρίως σε δικαστήριο) διαβάζω, εκφωνώ («απάγγειλε την κατηγορία») αρχ. (για αγγελιαφόρο) 1. μεταφέρω ειδήσεις ή μηνύματα, αναγγέλλω, γνωστοποιώ 2. φρ. «πάλιν… …

    Dictionary of Greek