Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

φέρετρο

  • 1 φέρετρο

    [фэрэтро] ουσ. о. гроб, катафалк.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φέρετρο

  • 2 гроб

    гроб м το φέρετρο, η κάσα
    * * *
    м
    το φέρετρο, η κάσα

    Русско-греческий словарь > гроб

  • 3 гроб

    гроб
    м τό φέρετρο[ν], ἡ κάσσα· ◊ вогнать в \гроб разг ὀδηγῶ κάποιον στον τάφο, τόν ὀδηγῶ στό θάνατο· до \гроба ὡς τό θάνατο.

    Русско-новогреческий словарь > гроб

  • 4 катафалк

    катафалк
    м
    1. ικρίωμα ὀπου τοποθετείται τό φέρετρο νεκρού·
    2. (погребальная колесница) ἡ νεκροφόρα [-ος].

    Русско-новогреческий словарь > катафалк

  • 5 гроб

    [γκρόπ] ουσ α. φερέτρο, κάσσα

    Русско-греческий новый словарь > гроб

  • 6 гроб

    [γκρόπ] ουσ α φερέτρο, κάσσα

    Русско-эллинский словарь > гроб

  • 7 гроб

    -а, προθτ. в -у, на -е, κ. на -у, о -е, πλθ. -ы и. -а.
    1. φέρετρο (νεκρού), κάσσα, κιβούρι, νεκροσέντουκο, νεκροκρέβατο.
    2. παλ. μνήμα, τάφος.
    3. (απλ.) χαμός, θάνατος, τέλος• πολύ άσχημα.
    εκφρ.
    до -а – ως τον τάφο, ως το θάνατο•
    верность до -а – πίστη ως το θάνατο•
    по гроб (жизни)απλ. ως το θάνατο•
    в гроб вогнать ή вколотить, свестиκ.τ.τ. εξωθώ, χτυπώ, φέρω, βασανίζω μέχρι θάνατο•
    в гроб глядеть ή смотреть – βλέπω το χάρο (με τα μάτια)•
    быть на краю -а•, стоять одной ногой в -у – είμαι στο χείλος του τάφου• είμαι με το ένα πόδι στον τάφο•
    близок к -у – ετοιμοθάνατος, κοντόμερος, μελλοθάνατος•
    идти за -ом – πηγαίνω στην κηδεία, ακολουθώ την κηδεία•
    хоть в гроб ложись – (για κατάσταση) είναι αξιοθρήνητη, για χαμό, για κλάματα.

    Большой русско-греческий словарь > гроб

  • 8 гробик

    α.
    μικρό φέρετρο.

    Большой русско-греческий словарь > гробик

  • 9 заколотить

    -лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заколоченный, βρ: чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. χτυπώ, καρφώνω, μπήγω•

    заколотить гвоздь в стену χτυπώ καρφί στον τοίχο.

    2. κλείνω•

    заколотить ящик καρφώνω το κασόνι•

    заколотить гроб καρφώνω το φέρετρο.

    3. χτυπώ, ξυλοκοπώ άγρια.
    4. αρχίζω να χτυπώ κλπ. ρ. βλ. колотить.
    χτυπιέμαι κλίτ. Ρ.
    βλ. колотиться.

    Большой русско-греческий словарь > заколотить

  • 10 катафалк

    α.
    1. νεκροφόρα (άμαξα).
    2. ικρίωμα στο ναό όπου αποτίθεται το φέρετρο.

    Большой русско-греческий словарь > катафалк

  • 11 спустить

    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω• αφήνω• ρίχνω•

    спустить рабочих в шахту κατεβάζω τους εργάτες στο ορυχείο•

    спустить занавеску κατεβάζω την κουρτίνα•

    спустить ведро в колодец ρίχνω το κουβά στο πηγάδι•

    спустить ребнка с рук на пол αφήνω (αποθέτω) το παιδάκι στο πάτωμα•

    спустить флаг κατεβάζω τη σημαία.

    || σπρώχνω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•

    спустить кого–нибудь с лестницы γκρεμίζω κάποιον από τη σκάλα.

    || μτφ. μεταφέρω (στους υποδεέστερους)•

    спустить директивы κατεβάζω τις οδηγίες.

    2. χαμηλώνω•

    спустить знамна над гробом υποστέλλω τις σημαίες πάνω από το φέρετρο.

    || κατεβάζω λίγο, χαμηλώνω κατά τι•

    спустить чулки κατεβάζω λίγο τις κάλτσες.

    3. απελευθερώνω, τραβώ, πατώ•

    спустить курок πατώ τη σκαντάλη•

    собаку с цепи λύνω το σκυλί.

    4. αφήνω να διαρεύσει (για υγρά, αέρια). || αδειάζω, εκκενώνω. || αδυνατίζω, χάνω την ελαστικότητα.
    5. ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω•

    спустить уровень воды κατεβάζω τη στάθμη του νερού.

    || ξεπέφτω, χάνω από το βάρος, αδυνατίζω•

    спустить несколько килограммов αδυνατίζω μερικά κιλά.

    6. φέρνομαι επιεικά, δείχνω συγκαταβατικοτητα, συγχωρώ.
    7. καταναλώνω, πουλώ. || χάνωστα χαρτιά.
    εκφρ.
    спустить жир – διώχνω, αποβάλλωτο πάχος (αδυνατίζω, ξεπέφτω)•
    спустить петлю – α) αφήνω θηλιά (κατά το πλέξιμο), β) βγάζω τις θηλιές•
    спустить петли – στενεύω, μαζεύω (λιγοστεύοντας τις θηλιές)•
    спустить судно – α) καθέλκω, -κύω σκάφος, β) κατεβάζω στο νερό από το πλοίο (βάρκα κ.τ.τ.) спустить шкуру μαστιγώνω γερά•спуститьтя рукава (делать) κάνω όπως-όπως (κακότεχνα).
    1. κατέρχομαι, κατεβαίνω•

    спустить с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    спустить в овраг κατεβαίνωστη χαράδρα•

    шторы -лись τα στορ κατέβηκαν (έκλεισαν).

    || πλέω προς τα κάτω.
    2. κατεβαίνω, κάθομαι (για πτηνά)• προσγειώνομαι (γιααεροπλάνο). || μτφ. επικάθομαι, πέφτω•

    туман спуститьлся на болото ομίχλη έπεσε στο βάλτο.

    || χαμηλώνω. || μτφ. ξεπέφτω (ηθικά), κατρακυλώ. || απελευθερώνομαι, πέφτω•

    курок -лся ο επικρουστήρας έπεσε.

    || ξεπέφτω, ξεφεύγω από τη θέση, κατεβαίνω λιγάκι•

    юбка -лась η φούστα ξέπεσε λίγο.

    3. υποβιβάζομαι.
    4. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω•

    температура -лась η θερμοκρασία ελαττώθηκε.

    εκφρ.
    спустить о облаков – κατεβαίνω από τα σύννεφα (προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα, προσγειώνομαι).

    Большой русско-греческий словарь > спустить

  • 12 утопать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) βλ. утоптать.
    ρ.δ.
    βλ. утонуть.
    μτφ. καλύπτομαι, σκεπάζομαι•

    гроб -ает в цветах το φέρετρο σκεπάζεται με λουλούδια.

    || μτφ. έχω σε αφθονία•

    утопать в роскоши πλέω (κολυμπώ) στα πλούτη ή στην πολυτέλεια.

    εκφρ.
    утопать в крови – πνίγω (κολυμπώ) στο αίμα (σκοτώνω πολλούς, χύνω πολύ αίμα)- утопать в слезах χύνω πολλά δάκρυα.

    Большой русско-греческий словарь > утопать

См. также в других словарях:

  • φέρετρο — το / φέρετρον, ΝΑ, και φέρεθρον και συγκεκομμένος τ. φέρτρον Α ξύλινο συνήθως κιβώτιο στο οποίο τοποθετείται ο νεκρός για να μεταφερθεί στον χώρο ταφής και στη συνέχεια να ταφεί, κάσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού θ. βλ. λ. φέρω) +… …   Dictionary of Greek

  • φέρετρο — το το κιβώτιο με το οποίο μεταφέρεται ο νεκρός για ενταφιασμό, το νεκροκρέβατο, η κάσα, το κασόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • κιβούρι — το (ΑΜ κιβώριον, Μ και κιβούριον και κιβούριν) νεοελλ. μσν. τάφος, μνήμα 2. φέρετρο 3. ονομασία χορδόφωνου οργάνου μσν. 1. θολωτή στέγη, «ουρανός», κουβούκλιο πάνω από την αγία τράπεζα 2. θολωτό ταφικό μνημείο 3. σαρκοφάγος 4. κιβώτιο αρχ. 1. το… …   Dictionary of Greek

  • κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • ακαρέκλιαστος — (για κληρικό) εκείνος που δεν θάβεται καθιστός σε καρέκλα, αλλά ξαπλωμένος σε φέρετρο, όπως οι λαϊκοί …   Dictionary of Greek

  • βαβάλι — το (AM βαβάλιον, Μ και λιν) η κούνια νεοελλ. το φέρετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. που συνδέεται με τα βαβάζω, βαβαί, βάβακος κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • γλωσσόκομον — γλωσσόκομον, το (AM) κιβώτιο, κουτί αρχ. 1. κιβώτιο ή θήκη για φύλαξη χρημάτων ή πολύτιμων αντικειμένων 2. φέρετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + κομον < κομώ «φροντίζω για κάτι, περιποιούμαι»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»