φάττιον
1φάττιον — neut nom/voc/acc sg (attic) …
2φάττιον — τὸ, Α βλ. φάσσιον …
3φάττια — φάττιον neut nom/voc/acc pl (attic) …
4φάσσιον — το, ΜΑ, και αττ. τ. φάττιον Α [φάσσα / φάττα] 1. υποκορ. τού φάσσα («ἀλεκτρυόνιον, φάττιον, περδίκιον», Αθαν.) 2. κολακευτικό όνομα («νηττάριον ἂν καὶ φάττιον ὑπεκορίζεται», Αριστοφ.) …