φάτνωμα
1φάτνωμα — coffered work neut nom/voc/acc sg …
2φάτνωμα — το, ΝΜΑ [φατνῶ / ώνω] 1. καθένα από τα κοίλα ορθογώνια που σχηματίζονται στην οροφή από την διασταύρωση τών δοκών της 2. η ανάγλυφη πλάκα που καλύπτει τα κοίλα τετράγωνα τής οροφής («τό τε ὀρόφωμα ποιῆσαι ἐκ φατνωμάτων χρυσοῡν», Ευσ.) νεοελλ. 1.… …
3φάτνωμα — το, ατος 1. καθένα από τα κοίλα τετράγωνα σε σχήμα φάτνης, που σχηματίζονται στην οροφή από τη διασταύρωση των δοκαριών της. 2. η πλάκα με διακόσμηση γλυφών, που επικαλύπτει καθένα από τα κοίλα τετράγωνα της οροφής, το καλυμμάτιο. 3. άνοιγμα σε… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4φατνωμάτων — φάτνωμα coffered work neut gen pl …
5φατνώμασι — φάτνωμα coffered work neut dat pl …
6φατνώμασιν — φάτνωμα coffered work neut dat pl …
7φατνώματα — φάτνωμα coffered work neut nom/voc/acc pl …
8φατνώματι — φάτνωμα coffered work neut dat sg …
9φατνώματος — φάτνωμα coffered work neut gen sg …
10пятро — выступ над входом на сеновал , мн. пятра – то же, петергофск. (Булич, ИОРЯС 1, 321), потолок гумна из жердей, сеновал , арханг. (Подв.), вятск. (Васн.), перм., казанск., сиб. (Даль), пятерь – то же, новгор. (Даль), укр. п᾽ятра мн., п᾽ятрини мн.… …