φάτνη
1φάτνη — manger fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2φάτνῃ — φάτνη manger fem dat sg (attic epic ionic) …
3φάτνη — Ξύλινο συνήθως, κατασκεύασμα, μέσα στο οποίο τοποθετείται η τροφή των ζώων. Είναι κυρίως γνωστή με την ονομασία παχνί. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει κατά μήκος του στάβλου μία φ. χωρισμένη σε ίσα διαμερίσματα, όσα και τα ζώα που… …
4φάτνη — η 1. κοίλωμα σε στάβλο ή βαθουλωτό ξύλινο κατασκεύασμα, όπου τοποθετείται η τροφή για τα ζώα, το παχνί. 2. ως κύρ. όν., Φάτνη η απεικόνιση του στάβλου της Γέννησης του Χριστού με την Αγία Οικογένεια και το Θείο Βρέφος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Κύων ἐν φάτνη. — См. Собака на сене лежит, сама не ест и другим не дает. Κύων ἐν φάτνη. См. Собака на сене лежит, сама не ест и другим не дает …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6φάτναι — φάτνη manger fem nom/voc pl φάτνᾱͅ , φάτνη manger fem dat sg (doric aeolic) …
7φάτνηι — φάτνῃ , φάτνη manger fem dat sg (attic epic ionic) …
8φατνῶν — φάτνη manger fem gen pl φατνόω roof pres part act masc voc sg (doric aeolic) φατνόω roof pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) φατνόω roof pres part act masc nom sg φατνόω roof pres inf act (doric) …
9φάτναις — φάτνη manger fem dat pl …
10φάτναισι — φάτνη manger fem dat pl (epic ionic aeolic) …