φάτνη

  • 71Καζάλς, Πάμπλο — (Pablo Casals, Βεντρέλ, Καταλονία 1876 – Σαν Χουάν, Πουέρτο Ρίκο 1973). Ισπανός μουσικός. Σπούδασε στο ωδείο της Μαδρίτης και το 1897, οπότε διορίστηκε καθηγητής του βιολοντσέλου στο ωδείο της Βαρκελώνης, δημιούργησε ένα κουαρτέτο με πρώτο βιολί… …

    Dictionary of Greek

  • 72Κατελάνος, Φράγκος — (16ος αι.). Ζωγράφος. Καταγόταν από τη Θήβα. Θεωρείται o σημαντικότερος ζωγράφος μετά τον προγενέστερό του, Θεοφάνη. Με την υπογραφή του είναι γνωστή μόνο μία τοιχογραφική διακόσμηση, στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου, στη μονή της Λαύρας στον… …

    Dictionary of Greek

  • 73Π, π — Το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Οφείλει το σχήμα του στο δέκατο έβδομο γράμμα του σημιτικού αλφαβήτου pe (= στόμα). Από φωνητική άποψη είναι φθόγγος άηχος, ακαριαίος και χειλικός. Ο αρχαίος ελληνικός φθόγγος π προήλθε από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 74Στρότζι Μπερνάρντο, ο επονομαζόμενος Γενοβέζος Καπουτσίνος — (Strozzi). Ιταλός ζωγράφος (Τζένοβα 1581 – Βενετία 1644). Μπήκε στο τάγμα των Καπουτσίνων το 1598 και μετά παραμονή πολλών ετών αποχώρησε το 1630. Την καλλιτεχνική του μόρφωση την απόχτησε στη Γένοβα και επηρεάστηκε από την τοπική τεχνοτροπία της …

    Dictionary of Greek

  • 75Τιντορέτο, Γιάκοπο Ρομπούστι, ο επονομαζόμενος- — (Tintoretto, Βενετία 1518/1519 – 1594). Ιταλός ζωγράφος. Το όνομά του προέρχεται από το επάγγελμα του πατέρα του που ήταν βαφέας υφασμάτων (tintore). Η πρώτη του δραστηριότητα χρονολογείται περίπου από το 1540, όταν είχε πια απαλλαγεί από την… …

    Dictionary of Greek

  • 76ՄՍՈՒՐ — (մսրոյ, կամ ի, ոց.) NBH 2 0303 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 13c գ. φάτνη praesaepe, praesaepium եւ stabulum παράθεσις appositio. Տախտակամած տաշտաձեւ խորշ յախոռս եւ ʼի գոմս՝ որպէս սեղան կերակրոյ անասնոց. լայնաբար՝ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 77παχνί — το ειδική θέση στο στάβλο, όπου τοποθετείται η τροφή των ζώων, φάτνη: Κάθε ζωντανό στο παχνί του …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 78bhendh- —     bhendh     English meaning: to bind     Deutsche Übersetzung: “binden”     Material: O.Ind. badhnü ti, only later bandhati “binds, fetters, captures, takes prisoner, put together “, Av. bandayaiti “binds”, participle O.Ind. baddhá , Av. ap.… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary