φάτνη

  • 41επιφάτνιος — ο (AM ἐπιφάτνιος, ον) νεοελλ. επιφατνίδιος αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιφάτνιος ὁ ἑωσφόρος ἀστήρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φάτνη] …

    Dictionary of Greek

  • 42κάπη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 654 κάτ.) της Μυτιλήνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού, 43 χλμ. ΒΔ της Μυτιλήνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μανταμάδου του νομού Λέσβου. * * * κάπη, ἡ (Α) η φάτνη («ἐφ ἱππίῃσι κάπῃσι», Ομ.… …

    Dictionary of Greek

  • 43κάπηθεν — (Α) επίρρ. από τη φάτνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπη + επιρρμ. κατάλ. θεν*] …

    Dictionary of Greek

  • 44καπαλίζω — (Α) ζευγηλατέω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται μορφολογικά πιθ. με τον τ. καπάνη «άμαξα φάτνη», όχι όμως σημασιολογικά] …

    Dictionary of Greek

  • 45καταδέω — (I) καταδέω (Α) 1. δένω στερεά («ἵππους μὲν κατέδησαν... ἱμᾱσι φάτνη ἐφ ἱππείῃ» Ομ. Ιλ.) 2. περιδένω, περιτυλίγω («θραῡμά ἐστι καταδῆσαι», ΠΔ) 3. βάζω σε δεσμά, φυλακίζω («συνέλαβε σφέας καὶ κατέδησε», Ηρόδ.) 4. καταδικάζω κάποιον για έγκλημα 5.… …

    Dictionary of Greek

  • 46κραστήριο — το (Α κραστήριον) είδος σχάρας, η οποία στερεώνεται στον τοίχο, πάνω από τη φάτνη τών ιπποστασίων, όπου τοποθετείται η χορτονομή τών ίππων αρχ. στον πληθ. τὰ κραστήρια οι κολόνες τού κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρασ (πρβλ. κράστις «γρασίδι») +… …

    Dictionary of Greek

  • 47λιβάνι — Κομμεορρητίνη που βγαίνει με χάραξη του κορμού των δικοτυλήδονων φυτών του γένους Βοswellia, της οικογένειας των βουρσεριδών, της διαίρεσης των μαγνολιοφύτων. Τα κύρια είδη από τα οποία γίνεται η εξαγωγή του λ. είναι η Βοswellia carterii, που… …

    Dictionary of Greek

  • 48ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… …

    Dictionary of Greek

  • 49ομόκαπος — ὁμόκαπος, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ ὁμόκαποι συνδαιτημόνες, ομοτράπεζοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κάπη «φάτνη, θέση για τροφή ζώων»] …

    Dictionary of Greek

  • 50ονοκοίτης — ὀνοκοίτης, ὁ (Α) (ως χλευαστική προσωνυμία που δόθηκε από τους Εθνικούς στον Ιησού Χριστό) αυτός που κείται σε φάτνη όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κοίτη (πρβλ. ανεμο κοίτης)] …

    Dictionary of Greek