φάτνη

  • 21εκφατνίζω — ἐκφατνίζω (AM) μσν. μέσ. (για δόντι) βγαίνω από το φάτνωμά μου, ξεριζώνομαι, πέφτω αρχ. 1. ρίχνω έξω από τη φάτνη, απορρίπτω 2. μέσ. τρώω έξω από τη φάτνη …

    Dictionary of Greek

  • 22επιφατνίδιος — α, ο (Α ἐπιφατνίδιος, ία, ιον και ος, ον) αυτός που βρίσκεται μέσα ή κοντά στη φάτνη («τῆς ἐπιφατνιδίας φορβειᾱς», Ξεν.).. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *φατνίδιος (< φάτνη), τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθετο επίθετο] …

    Dictionary of Greek

  • 23καπαίος — καπαῑος, α, ον (Α) (ως επίθ. τού Διός) αυτός που τοποθετήθηκε σε φάτνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπη «φάτνη» + κατάλ. αῖος (πρβλ. εδρ αίος, εχιδν αίος)] …

    Dictionary of Greek

  • 24συμφατνιάζω — Μ βρίσκομαι στη φάτνη μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φάτνη] …

    Dictionary of Greek

  • 25φατνίζω — ΜΑ [φάτνη] μσν. μτφ. τρέφομαι με πλούσιες και πολυτελείς τροφές («κἀκεῑνον μὲν ἐφάτνιζον ἀφθόνοις πανδαισίαις», Κ. Μανασσ.) αρχ. (συν. το παθ.) φατνίζομαι τρέφομαι σε φάτνη, σε στάβλο …

    Dictionary of Greek

  • 26φατνίο — το / φατνίον, ΝΜΑ [φάτνη] 1. υποκορ. τ. τού φάτνη 2. ανατ. καθένα από τα κοιλώματα τού οστού τής φατνιακής απόφυσης τής άνω και κάτω γνάθου, τα οποία υποδέχονται τις ρίζες τών δοντιών …

    Dictionary of Greek

  • 27φατνεύω — Α [φάτνη] (συν. το παθ.) φατνεύομαι τρέφομαι σε φάτνη …

    Dictionary of Greek

  • 28φατνιάζομαι — Α [φάτνη] τοποθετούμαι σε φάτνη …

    Dictionary of Greek

  • 29Καβεντόνι, Τζάκομο — (Jacomo Cavendoni, 1577 – 1660). Ιταλός ζωγράφος. Μαθήτευσε κοντά στον Γκουίντι και στον Καράτσι, του οποίου μιμήθηκε την τεχνοτροπία. Εντυπωσιάστηκε από τον λαμπρό χρωματισμό των πινάκων του Τιτσιάνο και προσπάθησε να πετύχει ανάλογο αποτέλεσμα… …

    Dictionary of Greek

  • 30Παζινέλι Λορέντσο — (Pasinelli, 1629 – 1700). Ιταλός ζωγράφος. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στην απεικόνιση θρησκευτικών θεμάτων. Τα έργα του ξεχωρίζουν για την τάση του καλλιτέχνη προς το διακοσμητικό στοιχείο και την αδρότητα των ζωγραφικών αξιών τους. Το… …

    Dictionary of Greek