Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

φάλαινα

См. также в других словарях:

  • φάλαινα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλαινα — Θηλαστικά που απαρτίζουν την οικογένεια των φαλαινιδών, της τάξης των κητωδών. Είναι γνωστά διάφορα είδη, που ζουν κυρίως στις ψυχρές αρκτικές και ανταρκτικές θάλασσες. Έχουν χοντρό σχήμα, προπάντων στο μπροστινό τμήμα τους, εξαιτίας του… …   Dictionary of Greek

  • φάλαινα — η 1. θαλάσσιο κήτος, θηλαστικό, το μεγαλύτερο από τα σύγχρονα ζώα (μήκος 30 μ., βάρος 150 τόνοι), που ζει σε κοπάδια. 2. μτφ., γυναίκα μεγαλόσωμη, παχύσαρκη και δυσκίνητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαλαίνας — φαλαίνᾱς , φάλαινα fem acc pl φαλαίνᾱς , φάλαινα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαινῶν — φάλαινα fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαίναις — φάλαινα fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαίνης — φάλαινα fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαίνῃ — φάλαινα fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλαιναι — φάλαινα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλαιναν — φάλαινα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλλαινα — (I) ἡ, Α βλ. φάλαινα. (II) ἡ, Α είδος λεπιδόπτερου εντόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ., πιθανότατα ροδιακός. Κατά μία άποψη, η λ. φάλλαινα, λόγω τού χρώματος τής πεταλούδας αυτής που λαμπυρίζει στο φως, πρέπει να αναχθεί στο θηλ. φαλιά τού επιθ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»