υἷα
1υἷα — υἱός huihus masc acc sg (epic) …
2Λιπ(ι)υΐα — Λιπ(ι)υΐα, ἡ (Α) (για τη Λιβύη) χώρα από την οποία λείπουν οι βροχές …
3κατεαγώς — υία, ός (ΜΑ κατεαγώς, υῑα, ός) βλ. κατάγνυμι …
4κατεσκληκώς — υία, ός (Α κατεσκληκώς, υῑα, ός) (μτχ. παρακμ. τού άχρ. ρήματος κατασκέλλομαι*) κάτισχνος, σκελετωμένος, σκελεθρωμένος …
5συνειδώς — υία, ός / συνειδώς, υῑα, ός, ΝΑ βλ. σύνοιδα …
6πήχυιος — υία, ον, Α 1. πηχυαίος, με μήκος ή ύψος ενός πήχυ («πήχυιος βόθρος», Απολλ. Ρόδ.) 2. (μτφ. για χρόνο) λίγος, μικρός («πήχυιος χρόνος» ελάχιστος χρόνος, Μίμν.) 3. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) πήχυιον σε απόσταση ενός πήχυ («ἐρετμὰ πήχυιον προύχοντα»… …
7προβεβηκώς — υία, ός, Ν βλ. προβαίνω …
8υἷ' — υἷα , υἱός huihus masc acc sg (epic) υἷι , υἱός huihus masc dat sg (epic) υἷε , υἱός huihus masc nom/voc/acc dual (epic) …
9έοικα — ἔοικα (Α) 1. μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», Ομ. Οδ.) 2. μοιάζω με κάποιον σε κάτι («τά γ ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικεν», Ομ. Ιλ.) 3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην»,… …
10κατάγνυμι — (AM, Α και καταγνύω και κατάσσω και κατεάσσω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεαγώς, υία και υῑα, ός σπασμένος, κομματιασμένος, συντριμμένος μσν. οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω αρχ. 1. σπάζω σε κομμάτια, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω («δόρατα… …