υἱῷ

  • 51PARIETIBUS vivis homines includendi mos — inter Veter. supplicia, memoratur Iul. Capitolino. Ita enim is de Opilio Macrino, c. 12. Urvos etiam homines parietibus inclusit, ac struxit. Quod unicô verbô Graeci exprimunt, quod est ἐγκατοικοδομεῖν, horumque imitatione Germani, einmauren;… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 52PSALMUS — a Cantico qui differat, exonit Augustin. in Psalm. 67. Inter Psalmum et canticum hoc interest, quod Canticum ore profertur, Psalmus autem visibili organô adhibitô, i. e. Psalteriô, canitur. Quod eonfirmat Gregorius Nyssenus Tract. 2. in Psalm. c …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 53δοξαστικός — ή, ό (AM δοξαστικός, ή, όν) μσν. νεοελλ. 1. αυτός με τον οποίο δοξάζει, εξυμνεί κάποιος, υμνητικός 2. το ουδ. ως ουσ. το δοξαστικό(ν) ιδιόμελο, συνήθως, τροπάριο τού όρθρου, τής λιτής και τού εσπερινού, στο οποίο προτάσσεται ο στίχος «δόξα Πατρὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 54δοξολογία — Τύπος χριστιανικής προσευχής με τον οποίο δοξάζεται o Θεός με λόγους ή με ύμνους. Ο τύπος αυτός προσευχής είναι αρχαιότατος· με αυτόν οι χριστιανοί μιμήθηκαν την ιουδαϊκή συνήθεια να επισφραγίζουν κάθε λειτουργική ευχή με δ. του τριαδικού Θεού.… …

    Dictionary of Greek

  • 55πατροπασχίτες — Αιρετικοί χριστιανοί του 3ου αι., που δίδασκαν ότι «ο Πατήρ ενηνθρώπισεν εν τω Υιώ». Τους π. πολέμησε ο Τερτυλλιανός με το έργο του Adversus Praxean και ο Ιππόλυτος με το Σύνταγμα κατά αιρέσεων λδ’. Τελικά ο Ωριγένης, στη σύνοδο που συγκροτήθηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 56συμπροσκυνώ — έω, ΜΑ [προσκυνῶ] δοξάζω με λατρευτικό τρόπο κάποιον μαζί με κάποιον άλλο («καὶ εἰς τὸ Πνεῡμα τὸ Ἅγιον... τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Ὑιῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον», Σύμβολον Πίστ.) …

    Dictionary of Greek

  • 57συναϊδιότης — ητος, ἡ, Μ [συναΐδιος] το να είναι κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο αιώνιο («τῆς τοῡ ἁγίου πνεύματος τῷ πατρὶ καὶ τῷ υἱῷ συναϊδιότητος τὸ ἀκατάληπτον», Χρον. Πασχ.) …

    Dictionary of Greek

  • 58τρισάγιος — α, ο / τρισάγιος, αγία, ον, ΝΜΑ φρ. «τρισάγιος αίνος» ή «τρισάγιος ύμνος» ο ύμνος Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. το τρισάγιο(ν) σύντομη ακολουθία υπέρ αναπαύσεως κεκοιμημένων, που τελείται στο σπίτι τού νεκρού… …

    Dictionary of Greek

  • 59τρισαγιολογώ — έω, Μ εκφωνώ τη δοξαστική φράση Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισάγιον + λογῶ*] …

    Dictionary of Greek

  • 60υίωσις — ώεως, ἡ, ΜΑ [υἱῶ] υιοθεσία …

    Dictionary of Greek