υἱύς υἱός
1υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… …
2сын — I I, род. п. а, мн. сыновья (из *сынове по аналогии *bratrь̂ja; см. Дурново, Очерк 285; едва ли из *сынова, как предполагает Соболевский (Лекции 218, 220); укр. син, блр. сын, др. русск., ст. слав. сынъ υἱός (Остром., Супр.), болг. синът,… …
3φίτυ — τὸ, Α (ποιητ. τ.) φίτυμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φῖ τυ (για το σπάνιο επίθημα τυ, πρβλ. ἄσ τυ) ανάγεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στη μορφή *bhū τής ΙΕ ρίζας *bhew «αυξάνομαι, μεγαλώνω» (για τη ρίζα αυτή βλ. λ. φύω) και έχει προέλθει από αμάρτυρο τ …
4seu-2, (seu̯ǝ-), sū̆ - — seu 2, (seu̯ǝ ), sū̆ English meaning: to bear child; son Deutsche Übersetzung: “gebären” Material: O.Ind. sū tē (süuti), sūyatē (sūyati), savati “gebiert, zeugt”, sū ḥ “progenitor”, sū tum. ‘schwangerschaft” (: *sūtu s in O.Ir.… …