-
1 υψηλός
[ипсилос] εκ. высокий, возвышенный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υψηλός
-
2 высокий
υψηλός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высокий
-
3 высокий
высо́к||ийприл1. в разн. знач. ὑψηλός:\высокийого роста ὑψηλοῦ ἀναστήματος· \высокийое давление ὑψηλή πίεση/ ἡ ὑπέρταση, ἡ ὑπερπίεση [-ις] (гипертония)· ток \высокийого напряжения ρεϋμα ὑψηλής τάσεως· \высокийая температу́ра ἡ ὑψηλή θερμοκρασία/ ὁ ὑψηλός πυρετός (больного)· \высокийая вода ἡ ὕψωση τῶν ὑδάτων, ἡ πλημμύρα, ἡ φουσ-κονεριά· \высокийие цены οἱ ὑψηλες τιμές· \высокийая йота ἡ ὑψηλή νότα·2. (превосходный) ἀνώτερος, ἀριστος:\высокийого качества ἀνωτέρας ποιότητας·3. (значительный) ὑψηλός, μεγάλος:\высокийое звание ὁ ὑψηλός τίτλος· \высокийая ответственность ἡ μεγάλη εὐθύνη· \высокийая честь ἡ μεγάλη τιμἤ занимать \высокий пост κατέχω ὑψηλο ἀξίωμα (или μεγάλη θέση)· ◊ \высокий стиль τό μεγαλοπρεπές ὕφος· \высокий гость ὁ ὑψηλός ξένος· \высокийие договаривающиеся стороны дип. τά ὑψηλά συμβαλλόμενα μέρη· быть \высокийого мнения о чем-л. ἐκτιμώ πολύ, ἔχω περί πολλού. -
4 возвышенный
возвы́шенн||ыйприл1. геогр. ὑψηλός, λοφώδης·2. перен ὑψηλος, ὑψηλοφρων, γεμάτος ἐξαρση. -
5 высотный
1. (предназначенный для работы на большой высоте) των μεγάλων υψών 2. (многоэтажный) υψηλός, πολυώροφος (για κτήριο, ουρανοξύστη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высотный
-
6 горячка
мед. о (πολύ υψηλός) πυρετόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > горячка
-
7 звук
1. (физ., муз.) о ήχ/ος· *воспроизво-дить - αναπαράγω τον - о, записывание - а εγγραφή του - ουусиливать - ενισχύω τον - ο, δυναμώνω τον - οраспространяющийся в воздухе (в воде) - μεταφερόμενος στον αέρα (στο νερό)2. лингв. о φθόγγοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > звук
-
8 сопка
1. (гора, вулкан) το βουνό/ηφαίστειο (με ομαλή κορυφή) 2. арх. о υψηλός τύμβος άνω των 4 μέτρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сопка
-
9 тон
1. (муз., физ.) о τόνοςчистый - καθαρός - 2 (цветовой) η απόχρωση, ο χρωματισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тон
-
10 трюмо
1. (высокое зеркало) о υψηλός ολόσωμος καθρέπτης 2. арх. το διακοσμημένο διάθυρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трюмо
-
11 высокий
высокий 1) (υ) ψηλός; μεγάλος (большой) \высокийого роста υψηλού αναστήματος' \высокийое давление η υψηλή πίεση·\высокийая температура (у больного) о ( μεγάλος) πυρετός \высокийие цены οι υψηλές τιμές 2) (превосходный) ανώτερος, άριστος ◇ \высокийие договаривающиеся сто роны дип. τα υψηλά συμβαλ λόμενα μέρη \высокий гость о υψη λός ξένος* * *1) (υ)ψηλός; μεγάλος ( большой)высо́кийого ро́ста — υψηλού αναστήματος
высо́кийое давле́ние — η υψηλή πίεση
высо́кийая температу́ра (у больного) — о (μεγάλος) πυρετός
высо́кийие це́ны — οι υψηλές τιμές
2) ( превосходный) ανώτερος, άριστος••Высо́кие Догова́ривающиеся Сто́роны — дип. τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη
высо́кий гость — ο υψηλός ξένος
-
12 высокогорный
высокогорныйприл ὁρεινός, ἀλπειος, ὑψηλος, μέ ὑψηλά ὅρη. -
13 призвание
призваниес1. ἡ κλίση [-ις], ἡ τάση [-ις]:\призвание к музыке ἡ κλίση στή μουσική·2. (роль, задача) ὁ προορισμός / ἡ ἀποστολή (миссия):высокое \призвание ὁ ὑψηλός προορισμός. -
14 большой
επ., συγκρ. β. больший, больше, более1. μεγάλος, μέγας, τρανός•большой город μεγάλη πόλη•
-ые события μεγάλα γεγονότα•
-ое дело μεγάλη υπόθεση.
2. σημαντικός, αξιόλογος•большой ученый μεγάλος επιστήμονας•
большой негодяй μεγάλος παλιάνθρωπος•
большой плут μεγάλος απατεώνας.
3. μεγάλου αναστήματος, υψηλός•ты стал совсем большой εσύ ψήλωσες πολύ, έγινες άντρας, μεγάλος.
4. πολυάριθμος•-ое количество μεγάλη ποσότητα•
-ое знакомство πολλές γνωριμίες.
5. μεγάλος (ως αντώνυμο του μικρός)•большой театр το Μεγάλο θέατρο (σε αντίθεση με το Μικρό)•
-ая медведица η Μεγάλη Αρκτος.
6. ουσ. πλθ. -ие οι ηλικιωμένοι•-ие ушли, а дети остались дома οι μεγάλοι έφυγαν, οι δε μικροί έμειναν στο σπίτι.
εκφρ.большойая буква – το κεφαλαίο γράμμα•большой палец – το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•большой свет – η ανώτερη κοινωνία•сам большой – παλ. ο κύριος εαυτού, νοικοκύρης, αφέντης. -
15 вздутый
επ.1. φουσκωμένος, διογκωμένος, εξογκωμένος.2. μτφ. υπερβολικός, υπέρογκος, υψηλός•-ые цены υπέρογκες (παραφουσκωμένες) τιμές.
-
16 высокий
επ., βρ: -сок, -сока, -соко/ και -со/ко, -соки/ και -со/ки; выше; высший κ. высочайший.1. (υ)ψηλός, υψιτενής•высокий дом ψηλό σπίτι•
высокий рост μεγάλο ανάστημα•
-ая гора ψηλό βουνό•
высокий потолок ψηλή οροφή•
-ое дерево ψηλό δέντρο.
2. μεγάλος•высокий урожай μεγάλη σοδειά•
-ое напряжение υψηλή τάση (ηλεκ. ρεύματος)•
-ая производительность труда υψηλή παραγωγικότητα της δουλειάς•
-ое давление μεγάλη πίεση•
-ая температура υψηλή θερμοκρασία.
3. πολύ καλός, εξαιρετικός• άριστος•-ая оценка υψηλή εκτίμηση•
товар -го качества εμπόρευμα εξαιρετικής ποιότητας.
4. πολύ μεγάλος•-ая честь μεγάλη τιμή•
высокий пост μεγάλο πόστο•
-ое звание υψηλός τίτλος•
-ая награда μεγάλο βραβείο•
высокий гость ο μεγάλος φιλοξενούμενος (επισκέπτης).
5. πανηγυρικός•высокий стиль υψηλό ύφος.
6. (για ήχους) λεπτός,οξύς.εκφρ.высокий лоб – φαρδύ (ψηλό) μέτωπο•- ая грудь – ψηλό (ορθό) στήθος•быть -го’мнения – έχω καλή γνώμη (για κάποιον). -
17 горний
-яя, -ее, επ. παλ. ουράνιος, που βρίσκεται στα ύψη. || υψηλός, ανώτερος. -
18 горячка
-и θ. (παλ. κ. απλ.)1. υψηλός πυρετός, υπερπυρεξία, κάψα•родильная горячка επιλόχειος πυρετός.
2. δραστηριότητα, φούρια•экзаменационная горячка ο πυρετός των εξετάσεων•
-перед отъездом η φούρια πριν την αναχώρηση•
биржевая горячка ο πυρετός του χρηματιστηρίου.
3. α. κ. θ. οργίλος, -η, θυμώδης.εκφρ.пороть -у – ενεργώ κατεσπευσμένα, φουριόζικα. -
19 залётный
επ.1. που ήρθε πετώντας από αλλού• αδέσποτος•-ая птица επιδημητικό πουλί•
-ая пуля αδέσποτη σφαίρα.
|| μτφ. ξενοφερμένος• παρεπίδημων τυχοφερμένος.2. (διαλκ.) τολμηρός• φουριόζος.3. (διαλκ.) υψηλός (για φωνή). -
20 рослый
επ., υψηλόσωμος, μεγάλου αναστήματος, μεγαλοσώματος, σωματώδης. || (για φυτά) υψηλός, μεγάλος•-ые деревья ψηλά δέντρα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
υψηλός — υψηλός, ή, ό και ψηλός, ή, ό και αψηλός, ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει ύψος μεγαλύτερο από το κανονικό ή από άλλον με τον οποίο συγκρίνεται: Υψηλό ανάστημα. 2. αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας, ορεινός: Υψηλή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑψηλός — high masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψηλός — ή, ό / ὑψηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και ός Α 1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό… … Dictionary of Greek
ὑψηλά — ὑψηλός high neut nom/voc/acc pl ὑψηλά̱ , ὑψηλός high fem nom/voc/acc dual ὑψηλά̱ , ὑψηλός high fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλότερον — ὑψηλός high adverbial comp ὑψηλός high masc acc comp sg ὑψηλός high neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλοτάτων — ὑψηλός high fem gen superl pl ὑψηλός high masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλοτέραις — ὑψηλός high fem dat comp pl ὑψηλοτέρᾱͅς , ὑψηλός high fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλοτέρων — ὑψηλός high fem gen comp pl ὑψηλός high masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλοτέρως — ὑψηλός high adverbial comp ὑψηλός high masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλέστατον — ὑψηλός high masc acc superl sg ὑψηλός high neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλῶν — ὑψηλός high fem gen pl ὑψηλός high masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)