υπόσπονδος
1ὑπόσπονδος — under a truce masc/fem nom sg …
2υπόσπονδος — η, ο / ὑπόσπονδος, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται ή υπάρχει με σπονδές, αυτός που προστατεύεται από σπονδές, από συνθήκες («ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται τῆς χώρης», Ηρόδ.) αρχ. φρ. «ἀποδίδωμι [ή κομίζομαι] τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους» δίνω [ή μεταφέρω] τους… …
3ὑπόσπονδον — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem acc sg ὑπόσπονδος under a truce neut nom/voc/acc sg …
4ὑποσπόνδοις — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem/neut dat pl …
5ὑποσπόνδου — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem/neut gen sg …
6ὑποσπόνδους — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem acc pl …
7ὑποσπόνδων — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem/neut gen pl …
8ὑποσπόνδῳ — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem/neut dat sg …
9ὑπόσπονδα — ὑπόσπονδος under a truce neut nom/voc/acc pl …
10ὑπόσπονδοι — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem nom/voc pl …
- 1
- 2