-
1 υπόλοιπο
[иполипо] ουσ. о. остаток.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπόλοιπο
-
2 остальной
остальной 1. υπόλοιπος* \остальнойое время τον υπόλοιπο χρόνο 2. 1) м мн. \остальнойые (о людях) οι άλλοι, οι υπόλοιποι 2) \остальнойое с το υπόλοιπο· τα ρέστα* в \остальнойом κατά τα άλλα· всё \остальнойое όλλα τ' άλλα* * *1.2.остальное вре́мя — τον υπόλοιπο χρόνο
1) м мн.остальны́е (о людях) — οι άλλοι, οι υπόλοιποι
2)остально́е — с το υπόλοιπο; τα ρέστα
в остально́м — κατά τα άλλα
всё остально́е — όλλα τ'άλλα
-
3 остаток
оста́т||окм1. τό ὑπόλοιπο, τό ὑπόλειμμα:распродажа \остатокков ἐκποίηση τῶν ὑπολειμμάτων \остаток еды τά ἀποφάγια· \остатокки питья τά ἀποπιώματα·2. \остатокки мн. перен (следы чего-л.) τά ὑπολείμματα:\остатокки крепостничества τά ὑπολείμματα τής δουλοπαροικίας'3. бухг. τό ὑπόλοιπο-·4. мат τό ὑπόλοιπο[ν]·5. хим. ἡ ὑποστάθμη, τό Ιζημα, τό κατακάθι· ◊ \остаток дня τό ὑπόλοιπο τής ἡμέρας· остатки сла́дки погов. τά πιό γλυκά εἶναι τά ἀπομεινάρια -
4 остаток
-тка α.1. υπόλειμμα• υπόλοιπο, απομεινάδι κομμάτι•остаток материи κομμάτι υφάσματος•
-и обеда αποφάγια•
-и питья αποπίματα, αποπότια, αποπιοτίδια•
остаток дня το υπόλοιπο της μέρας•
-и разбитой армии υπολείμματα του συντριμμένου στρατού•
-и долга υπόλοιπο χρέους.
2. υποστάθμη, ίζημα, κατακάθι.3. (μαθ.) το υπόλοιπο.εκφρ.без -тка – ολοκληρωμένος, τέλειος•человек без -тка – άνθρωπος ολοκληρωμένος (καλός σε όλχ του). -
5 баланс
1. (состояние) η ισορροπία, το ισοζύγιο 2. фин. (документ) το ισοζύγιοблагоприятный - ευνοϊκό -, πλεονασματικό -3. (банковский) о ισολογισμόςотрицательный - αρνητικό -, ελειμματικό -сжатый - см. сокращённыйРусско-греческий словарь научных и технических терминов > баланс
-
6 остаток
1. мат. о υπόλοιπο 2. хим. το υπόλειμμα, το κατάλοιπο 3. (оставшаяся неиспользованной, неизрасходованной часть чего-л.) το υπόλοιπο, το περίσσευμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > остаток
-
7 счёт
1. (подсчёт) о λογαριασμός, ο υπολογισμός 2. (квитанция) о λογαριασμός, (чек) η απόδειξη 3. (в банке) о λογαρια-σμ/όςзакрытый - προθεσμιακός -, κλειστός -контокорент-ный - см. текущий -личный - ατομικός -, ιδιωτικός -отдельный - см. особый -4. (накладная) το τιμολόγι/ο 5. (груза) мор. η καταμέτρηση των εμπορευμάτων 6. (результат подсчетов, вычислений) ο υπολογισμός 7. -а (бухг.) (финансовые операции, документы) οι λογαριασμοί 8. муз. о χρόνος 9. (в спорте) το αποτέλεσματο σκορ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > счёт
-
8 остаток
остаток м 1) το υπόλοιπο, το απομεινάρι· το ρετάλι (ткани) 2) (излишек) το πλεόνασμα ◇ \остаток дня την υπόλοιπη μέρα* * *м1) το υπόλοιπο, το απομεινάρι; το ρετάλι ( ткани)2) ( излишек) το πλεόνασμα••оста́ток дня — την υπόλοιπη μέρα
-
9 остальной
остальн||о́йприл1. ὑπόλοιπος, ὑπολειπόμενος:\остальнойо́е время τόν ὑπόλοιπο καιρό, τόν ὑπόλοιπο χρόνο· 2. -
10 додать
(γραμμ. στοιχεία βλ. στο ρ. дать)• ρ. σ.μ. δίνω το υπόλοιπο•получите пока половину, остальное додам завтра πάρτε τώρα το μισό, αύριο θα σας δώσω το υπόλοιπο.
-
11 вклад
1. (внесение денег на счет) η κατάθεση 2. (сумма, находящаяся на счете в банке, количество денег на счете) о λογα-ριασμ/ός 3. (в науку и т.п.) η συμβολή, η συνεισφορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вклад
-
12 долг
1. (обязанность) το καθήκον, το χρέος, η υποχρέωση 2. (то, что взято или отдано заимообразно) το χρέ/ος, η οφειλήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > долг
-
13 процент
1. (сотая доля числа, принимаемого за целое) το ποσοστό επί τοις εκατόν, το εκατοστό 2. (доход, получаемый на каждые сто единиц капитала) о τόκ/ος 3. (плата, получаемая кредитором от должника за отданные в ссуду деньги) о τόκ/οςзанимать под - ы δανείζομαι εντόκως/με - ους- по овердрафту - της επιταγής πληρωμένης από την τράπεζα (όταν το ποσό της είναι μεγαλύτερο από το υπόλοιπο των καταθέσεων)4. (процентная ставка) το επιτόκι/ο5. (вознаграждение, исчисляемое в зависимости от оборота, дохода) το ποσοστόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > процент
-
14 сальдо
1. (фин., бухг.) το υπόλοιπο - банковского счёта - του τραπεζικού λογαριασμού 2. (торг., эк.) το εμπορικό ισοζύγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сальдо
-
15 составлять
1. (документ, график, план и т.п.) συντάσσω, καταστρώνω 2. (часть, долю чего-л.) σχηματίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > составлять
-
16 сумма
1. мат. το άθροισμα- углов - των γωνιών 2 (определённое количество денег) το ποσ/όν, το άθροισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сумма
-
17 дополучать
дополучатьнесов, дополучить сов ιβάνω (или παίρνω) συμπληρωματικά, ρνω τό ὑπόλοιπο[ν]. -
18 сальдо
сальдос фин. τό ὑπόλοιπο λογαριασμού. -
19 остальное
[ασταλ'νόιε] ουσ. о. υπόλοιπο -
20 остальное
[ασταλ'νόιε] ουσ. о. υπόλοιπο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
υπόλοιπο — το 1. ό,τι υπολείπεται, ό,τι καθυστερείται, το απομεινάρι, το ρέστο: Έχουμε ένα μικρό υπόλοιπο στον μπακάλη. 2. το χρεωστικό ή πιστωτικό ποσό που απομένει σε κλείσιμο λογαριασμού. 3. το αποτέλεσμα της αφαίρεσης, η διαφορά: Εφτά από δέκα μας δίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπόλοιπο — το, Ν 1. αυτό που απομένει από ένα σύνολο («το υπόλοιπο θα τό φάω αύριο το πρωΐ») 2. μαθημ. ο αριθμός που προκύπτει από την πράξη τής αφαίρεσης δύο αριθμών 3. (στατ.) η ποσότητα που απομένει από την αφαίρεση δύο ποσοτήτων και που αποτελεί τη… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… … Dictionary of Greek
αλγόριθμος — Όρος που υποδηλώνει κάθε συστηματική μέθοδο υπολογισμού, η οποία συνίσταται στο να φτάσει κανείς στο αποτέλεσμα με μια τελείως καθορισμένη ακολουθία πράξεων, που εκτελούνται σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες. Π.χ. η μέθοδος ορισμού του μέγιστου… … Dictionary of Greek
διαιρετότητα — Όρος που αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη ιδιότητα, η οποία αφορά ακέραιους αριθμούς και πολυώνυμα. Αν ν και μ είναι ακέραιοι αριθμοί, λέγεται ότι: ο ν είναι διαιρετός δια του μ, εάν (και μόνον εάν) υπάρχει ακέραιος ρ τέτοιος, ώστε να ισχύει: ν =… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek