Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

υπόδειξη

См. также в других словарях:

  • υπόδειξη — η / ὑπόδειξις, είξεως, ΝΜΑ [ὑποδείκνυμι] το να υποδεικνύει κανείς κάτι, να συμβουλεύει ή να προτείνει σε κάποιον να κάνει κάτι (α. «γνώμες ακούω, υποδείξεις δεν δέχομαι» β. «ὑποδείξεως ἕνεκα», Νικόμ.) νεοελλ. το να δείχνει ή να υποδηλώνει κανείς… …   Dictionary of Greek

  • υπόδειξη — η πληροφορία για κάτι, καθοδήγηση, πρόταση, συμβουλή: Όλο υποδείξεις είσαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποδείξῃ — ὑποδείξηι , ὑπόδειξις intimation fem dat sg (epic) ὑποδείκνυμι show aor subj mid 2nd sg ὑποδείκνυμι show aor subj act 3rd sg ὑποδείκνυμι show fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδηγία — η (ΑΜ ὁδηγία) [οδηγός] 1. υπόδειξη τής οδού 2. υπόδειξη τρόπου ενέργειας ή συμπεριφοράς νεοελλ. φρ. «οδηγία τής ΕΟΚ» πράξη τού Συμβουλίου ή τής Επιτροπής τής ΕΟΚ που δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται ως προς το επιδιωκόμενο… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Μαρία Καζιμίρ — (Maria Kazimir, Νεβέρ 1641 – Μπλουά 1716). Βασίλισσα της Πολωνίας (1674 96). Ήταν κόρη του Ερρίκου ντε Λαγκράνζ ντ’ Aρκιάν και πήγε στην Πολωνία ως κυρία των τιμών της βασίλισσας Μαρίας Λουίζας του Γκονζάγκα. Αρχικά παντρεύτηκε τον πρίγκιπα του… …   Dictionary of Greek

  • Μεγαρεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος της Οινόπης. Ως πιθανοί πατέρες του αναφέρονται ο Δίας, ο Απόλλωνας, ο Πανδίονας, ο Ποσειδώνας και ο Ιππομένης, εγγονός του Ποσειδώνα και βασιλιάς της Βοιωτικής Ορχηστού. Ο Μ.… …   Dictionary of Greek

  • Μονάρχια — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… …   Dictionary of Greek

  • άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • ένδειξη — η (AM ἔνδειξις) δείγμα, τεκμήριο («εις ένδειξιν φιλίας») νεοελλ. 1. ειδική συνθήκη, ύπαρξη στοιχείων κατά την οποία κρίνεται επωφελής η χορήγηση φαρμάκου ή η εφαρμογή θεραπευτικών μεθόδων 2. πραγματικό περιστατικό, το οποίο μόνο του ξεχωριστά ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»