-
1 υπόγειο
[ипогио] οοσ. о. подвал, подземелье, погреб,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπόγειο
-
2 подполье
подполь||ес1. τό ὑπόγειο[ν], τό ὑπόγειο κελλάρι:спуститься в \подполье κατεβαίνω στό ὑπόγειο·2. полит ἡ παρανομία, ἡ παράνομη δράση:уйти в \подполье περνώ (или μπαίνω) στήν παρανομία. -
3 подвал
-а α.1. υπόγειο•держать дрова в -е κρατώ καυσόξυλα στο υπόγειο•
жить в -е ζω στο υπόγειο.
2. το κατώτερο μέρος σελίδας• ειδική στήλη. -
4 течение
το ρεύμα, η ροήламинарное - η γραφική/ομαλή/στρωτή ροήморское - θαλάσσιο/ωκεάνιο -стационарное - σταθερό/αμετάβλητο -турбулентное - η (τε)τα-ραγμένη/στροβιλώδης/τυρβώδης ροήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > течение
-
5 погреб
-
6 подвал
-
7 подземный
подземный υπόγειος· \подземный переход το υπόγειο πέρασμα, η υπόγεια διάβαση* * *подзе́мный перехо́д — το υπόγειο πέρασμα, η υπόγεια διάβαση
-
8 погреб
-а, πλθ. -а α.1. υπόγειο αποθήκη. || παλ. υπόγειο κρασιού.2. υπόγεια ταβέρνα. -
9 подвальный
επ.1. υπόγειος•подвальный мрак υπόγειο σκοτάδι•
-ая камера υπόγειο δωμάτιο.
2. κατώτερος. -
10 подполье
-я, γεν. πλθ. -ьев ουδ.1. υπόγειο•спуститься в подполье κατεβαίνω στο υπόγειο.
2. παρανομία•работать в подполье δουλεύω στην παρανομία•
партия находится в подполье το κόμμα είναι στην παρανομία•
глубокое подполье βαθιά παρανομία•
уйти в подполье περνώ στην παρανομία.
|| αθρσ. οι παράνομοι. -
11 кабель
το καλώδι/οпитающий - τροφοδότησης/πα-ροχήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кабель
-
12 линия
η γραμμ/ήавтоматическая маш. - αυτόματη -атмосферная (тепл.) ατμοσφαιρική -базисная мат. - βάσηςбесконечная мат. - άπειρη -- внутренней связи (тлф.) το κύκλωμα της εσωτερικής επικοινωνίαςвходная вчт. - εισαγωγής- движения (частиц электрона и т.п.) - κίνησηςдиаметральная - дока мор. διαμήκης - της δεξαμενήςизмерительная (элн.) - μέτρησηςискусственная эл. - τεχνητή -килевая мор. - της τρόπιδαςконтактная эл. - επαφήςконтрольная (геод.) - ελέγχουмеридианная ο μεσημβρινός, μεσημβρινή -несимметричная свз. - ασύμμετρη -- погружения предельная мор. - φόρτωσης, μέγιστηпунктирная - διακεκομμένη -, εστιγμένη -- ισχύος- σύνδεσηςтеоретическая - мор. θεωρητική -упругая - (сопр.) ελαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > линия
-
13 погреб
η υπόγεια αποθήκη, το υπόγειοпороховой - η πυριτιδαποθήκη, η μπαρου-ταποθήκηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > погреб
-
14 подвал
το υπόγειο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подвал
-
15 подводный
1. (расположенный ниже поверхности воды) υποβρύχιος 2. (живущий, растущий под водой) του βυθού, υποθαλάσσιος 3. (предназначенный для действия под водой, совершаемый под водой) υποβρύχι/ος^ιε работы - ες εργασίεςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подводный
-
16 подземелье
το υπόγειο, το μπουντρούμι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подземелье
-
17 сооружение
1. (процесс) η κατασκευή, η ανέγερση 2. (строение, постройка) το οικοδόμημα 3. (объект) η εγκατάστασ/η, το έργοоградительное - гидр. о κυματοθραύστηςскладские - я οι αποθήκες, фортификационное - το οχυρωματικό έργοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сооружение
-
18 этаж
ο όροφος, το πάτωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > этаж
-
19 погреб
погребм τό ὑπόγειο[ν], ἡ ὑπόγεια ἀποθήκη:винный \погреб ἡ ἀποθήκη κρασιών· пороховой \погреб воен. ἡ πυριτιδαποθήκη. -
20 подвальный
подвальн||ыйприл τοῦ ὑπογείου:\подвальныйое помещение τό ὑπόγειο[ν].
- 1
- 2
См. также в других словарях:
υπόγειο — το μέρος ή διαμέρισμα οικοδομής, που το δάπεδό του βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του γύρω εδάφους: Κατεβαίνουμε δέκα σκαλιά, για να μπούμε στο υπόγειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπόγειο — το / ὑπόγειον, ΝΜΑ βλ. υπόγειος … Dictionary of Greek
σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek
εμπατή — και αμπατή, η 1. είσοδος σε υπόγειο από την οροφή του, καταρράχτης 2. υπόγειο … Dictionary of Greek
καρστ — (Karst). Περιοχή των ανατολικών Άλπεων, που εκτείνεται σχεδόν ολόκληρη στη Σλοβενία, ενώ ένα μικρό τμήμα της βρίσκεται στην Ιταλία. Το Κ. ορίζεται Α από τους ποταμούς Βιπάκο (Βιπάβα) και Τιμάβο (Ρέκα), ενώ φτάνει στα Δ έως τη νοητή ευθεία που… … Dictionary of Greek
κατακόμβη — η (AM στον πληθ. κατακοῡμβαι) υπόγειο νεκροταφείο με στοές τών πρώτων χριστιανών νεοελλ. υπόγειο ανήλιο και υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. catacomba < μέσ. λατ. catacumbae < δημ. λατ. cata tumbas «κοντά στους τάφους» < ελλ. πρόθ. κατά +… … Dictionary of Greek
καταπακτή — και καταπαχτή, η (Α καταπακτή) νεοελλ. 1. οριζόντια θύρα στο δάπεδο η οποία οδηγεί στο υπόγειο, κν. γκλαβανή 2. ναυτ. η κάθοδος τού πλοίου, κν. μπουκαπόρτα αρχ. (ως επίθ. μόνο στη φρ.) «καταπακτὴ θύρα» η καταπακτή, η οριζόντια θύρα που οδηγεί στο … Dictionary of Greek
υπόγειος — α, ο / ὑπόγειος, ον, ΝΜΑ και ὑπόγαιος, και ὑπόγεως, ων, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από το έδαφος, κάτω από την επιφάνεια τής Γης (α. «υπόγεια έκρηξη» β. «υπόγεια κρύπτη» γ. «ὑπόγειος βροντή», Αισχύλ. δ. «ὑπόγαιον οἴκημα», Ηρόδ.)… … Dictionary of Greek
φρεατίδα — η / φρεατίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. χάσμα γης που συγκοινωνεί με υπόγειο υδροφόρο στρώμα 2. ναυτ. καθεμιά από τις θυρίδες υδροφόρου πλοίου, από όπου μπαίνουν οι ναύτες στο κύτος για να τό καθαρίσουν αρχ. υπόγειο όρυγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατος +… … Dictionary of Greek