Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

υπόγειο

См. также в других словарях:

  • υπόγειο — το μέρος ή διαμέρισμα οικοδομής, που το δάπεδό του βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του γύρω εδάφους: Κατεβαίνουμε δέκα σκαλιά, για να μπούμε στο υπόγειο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπόγειο — το / ὑπόγειον, ΝΜΑ βλ. υπόγειος …   Dictionary of Greek

  • σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… …   Dictionary of Greek

  • εμπατή — και αμπατή, η 1. είσοδος σε υπόγειο από την οροφή του, καταρράχτης 2. υπόγειο …   Dictionary of Greek

  • καρστ — (Karst). Περιοχή των ανατολικών Άλπεων, που εκτείνεται σχεδόν ολόκληρη στη Σλοβενία, ενώ ένα μικρό τμήμα της βρίσκεται στην Ιταλία. Το Κ. ορίζεται Α από τους ποταμούς Βιπάκο (Βιπάβα) και Τιμάβο (Ρέκα), ενώ φτάνει στα Δ έως τη νοητή ευθεία που… …   Dictionary of Greek

  • κατακόμβη — η (AM στον πληθ. κατακοῡμβαι) υπόγειο νεκροταφείο με στοές τών πρώτων χριστιανών νεοελλ. υπόγειο ανήλιο και υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. catacomba < μέσ. λατ. catacumbae < δημ. λατ. cata tumbas «κοντά στους τάφους» < ελλ. πρόθ. κατά +… …   Dictionary of Greek

  • καταπακτή — και καταπαχτή, η (Α καταπακτή) νεοελλ. 1. οριζόντια θύρα στο δάπεδο η οποία οδηγεί στο υπόγειο, κν. γκλαβανή 2. ναυτ. η κάθοδος τού πλοίου, κν. μπουκαπόρτα αρχ. (ως επίθ. μόνο στη φρ.) «καταπακτὴ θύρα» η καταπακτή, η οριζόντια θύρα που οδηγεί στο …   Dictionary of Greek

  • υπόγειος — α, ο / ὑπόγειος, ον, ΝΜΑ και ὑπόγαιος, και ὑπόγεως, ων, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από το έδαφος, κάτω από την επιφάνεια τής Γης (α. «υπόγεια έκρηξη» β. «υπόγεια κρύπτη» γ. «ὑπόγειος βροντή», Αισχύλ. δ. «ὑπόγαιον οἴκημα», Ηρόδ.)… …   Dictionary of Greek

  • φρεατίδα — η / φρεατίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. χάσμα γης που συγκοινωνεί με υπόγειο υδροφόρο στρώμα 2. ναυτ. καθεμιά από τις θυρίδες υδροφόρου πλοίου, από όπου μπαίνουν οι ναύτες στο κύτος για να τό καθαρίσουν αρχ. υπόγειο όρυγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατος +… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»