-
1 υπόγειος
[ипогиос] επ. подземный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπόγειος
-
2 подземный
υπόγειος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подземный
-
3 метро
метро с, метрополитен м о υπόγειος σιδηρόδρομος, το μετρό* * *с = метрополитенο υπόγειος σιδηρόδρομος, το μετρό -
4 подземный
подземный υπόγειος· \подземный переход το υπόγειο πέρασμα, η υπόγεια διάβαση* * *подзе́мный перехо́д — το υπόγειο πέρασμα, η υπόγεια διάβαση
-
5 подземный
подземн||ыйприл ὑπόγειος:\подземныйая железная дорога ὁ ὑπόγειος σιδηρόδρομος· \подземныйые воды τά ὑπόγεια ὕδατα· \подземный ход τό ὑπόγειο πέρασμα. -
6 подземельный
επ.1. υπόγειος•подземельный свод υπόγειος θόλος.
2. βλ. подземный. -
7 метрополитен
ο μητροπολιτικός σιδηρόδρομοςо υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, разг. το μετρόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > метрополитен
-
8 река
ο ποταμός, το ποτάμιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > река
-
9 метро
метро́с нескл. τό μετρό, ὁ ὑπόγειος ἡλεκτρικός σιδηρόδρομος. -
10 мешок
меш||окм1. τό σακκί, τό τσουβάλι:вещевой \мешок ὁ γυλιός (у военных), τό σακκίδιο (у туристов)· класть в \мешок βάζω στό τσουβάλι·2. ίο человеке) разг ὁ βραδυκίνητος (или ὁ ἀγαρμπος) ἄνθρω-πος·3. воен. ὁ κλοιός:попа́сть в \мешок πέφτω σέ κλοιό, περικυκλώνομαι· ◊ \мешокки́ под глазами разг τά πρησμένα μάτια· золотой \мешок ὁ πλούσιος, ὁ παραλής· каменный \мешок ἡ ὑπόγειος εἰρκτή· сидеть \мешокко́м (об одежде) κρέμομαι σάν τσουβάλι· покупать кота в \мешокке́ ἀγοράζω γουρούνι στό σακί. -
11 подпочвенный
подпочв||енныйприл ὑπόγειος:\подпочвенныйен-ные воды τά ὑπόγεια νερά· \подпочвенныйенный слой τό ὑπόστρωμα. -
12 транспорт
транспорт Iм1. (перевозка) ἡ μεταφορά, ἡ μετακόμιση [-ις]:\транспорт хлеба ἡ μεταφορά σίτου·2. (средства перевозки) τά μέσα μεταφορδς, ἡ συγκοινωνία:водный \транспорт ἡ θαλάσσια συγκοινωνία· воздушный \транспорт ἡ ἀεροπορική συγκοινωνία· городской \транспорт ἡ ἀστική συγκοινωνία, τά ἀστικά μεταφορικά μέσα· подземный \транспорт ὁ ὑπόγειος ἡλεκτρικός σιδηρόδρομος· железнодорожный \транспорт ὁ σιδηρόδρομος·3. (партия грузов) τό φορτίο·4. воен. ἡ ἐφοδιοπο-μπή, τά μεταγωγικά:санитарный \транспорт τά ὑγειονομικά μεταγωγικά·5. мор. (судно) τό φορτηγό πλοίο.транспорт IIм бухг. ἡ μεταφορά (ποσοῦ ἡ ἀθροίσματος). -
13 катакомба
-ы, γεν. πλθ. -омб.1. κατακόμβη.2. υπόγειος, σκοτεινός και περίπλοκος χώρος. -
14 погребной
επ.υπόγειος, του υπόγειου•-ая сырость η υπόγεια υγρασία•
погребной запах η μυρουδιά του υπόγειου.
-
15 подвальный
επ.1. υπόγειος•подвальный мрак υπόγειο σκοτάδι•
-ая камера υπόγειο δωμάτιο.
2. κατώτερος. -
16 подземка
-и θ.υπόγειος σιδηρόδρομος. -
17 подземный
επ.υπόγειος•-ое озеро υπόγεια λίμνη•
-ые работы υπόγειες εργασίες•
-ое царство ο Αδης, τα Τάρταρα, ο Κάτω κόσμος, -το βασίλειο του
λούτωνα•подземный ход υπόγεια διάβαση.
-
18 подпочвенный
επ.του υπεδάφους υπόγειος•-ые воды υπόγεια νερά•
подпочвенный слой το στρώμα του υπεδάφους.
См. также в других словарях:
ὑπόγειος — underground masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόγειος — α, ο / ὑπόγειος, ον, ΝΜΑ και ὑπόγαιος, και ὑπόγεως, ων, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από το έδαφος, κάτω από την επιφάνεια τής Γης (α. «υπόγεια έκρηξη» β. «υπόγεια κρύπτη» γ. «ὑπόγειος βροντή», Αισχύλ. δ. «ὑπόγαιον οἴκημα», Ηρόδ.)… … Dictionary of Greek
υπόγειος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από τη γήινη επιφάνεια: Υπόγειες διαβάσεις πεζών. 2. το ουδ. ως ουσ., υπόγειο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετρό — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
ὑπόγειον — ὑπόγειος underground masc/fem acc sg ὑπόγειος underground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτή — Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους… … Dictionary of Greek
κρύπτη — Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
ὑπογειότερος — ὑπόγειος underground masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογείοις — ὑπόγειος underground masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογείου — ὑπόγειος underground masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)