υποχρεώνομαι
1υποχρεώνομαι — υποχρεώνομαι, υποχρεώθηκα, υποχρεωμένος βλ. πίν. 4 …
2καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …
3οφλισκάνω — ὀφλισκάνω και κατά το λεξ. Σούδα, ὀφλίσκω και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., ὀφλάνω, ενώ αμφβλ. είναι ο τ. όφλῶ, έω (Α) 1. (για άνθρωπο που καταδικάστηκε σε πληρωμή προστίμου) υποχρεώνομαι να πληρώσω, χρωστώ, οφείλω («πλείστην ζημίαν ὀφλισκάνει»,… …
4προμίττω — Μ 1. υπόσχομαι 2. υποχρεώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. promitto «υπόσχομαι»] …
5υποχρεούμαι — βλ. πίν. 130 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: υποχρεούμαι : κυρίως σε φράσεις όπως: το κατάστημα υποχρεούται να εκδίδει αποδείξεις λιανικής πώλησης, με την έννοια έχω την υποχρέωση, υπόκειμαι στην υποχρέωση να κάνω κάτι. Η… …