υπονοώ

  • 1υπονοώ — ὑπονοῶ, έω, ΝΑ [νοῶ] νεοελλ. 1. εκφράζω με έμμεσο ή συγκεκαλυμμένο τρόπο, υποδηλώνω, υπαινίσσομαι («δεν ξέρω τί υπονοούσε με όσα είπε προηγουμένως») 2. (μεσοπαθ.) υπονοούμαι δεν λέγομαι ρητώς, εξυπακούομαι, είμαι αυτονόητος 3. (το ουδ. μτχ. παθ.… …

    Dictionary of Greek

  • 2υπονοώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 3υπονοώ — υπονόησα, υπονοήθηκα 1. υποδηλώνω κάτι έμμεσα χωρίς να το λέω ρητά, εκφράζω κάτι συγκαλυμμένα: Ο ποιητής υπονοεί σ αυτό το ποίημα κάτι άλλο. 2. το μέσ., υπονοούμαι δε λέγομαι ρητά, αλλά εξυπακούομαι, είμαι αυτονόητος: Αυτό υπονοείται. 3. το ουδ.… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4ὑπονοῶ — ὑπονοέω suspect pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπονοέω suspect pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὑπονοέω suspect pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπονοέω suspect pres ind act 1st sg (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5ὑπονόω — ὑπό νάω flow pres imperat mp 2nd sg (epic) ὑπό νάω flow pres subj act 1st sg (epic) ὑπό νάω flow pres ind act 1st sg (epic) ὑπό νάω flow imperf ind mp 2nd sg (epic) ὑπό νοόω convert into pure Intelligence pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 6καθυπονοώ — καθυπονοώ, έω (AM) (επιτατ. τού υπονοώ) 1. υπονοώ 2. υποθέτω, νομίζω 3. αντιλαμβάνομαι κάτι αόριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο νοώ] …

    Dictionary of Greek

  • 7συνυπονοώ — έω, Α υπονοώ κάτι ακόμη, υπονοώ κάτι μαζί με κάτι άλλο …

    Dictionary of Greek

  • 8υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …

    Dictionary of Greek

  • 9υπαινίσσομαι — ὑπαινίσσομαι ΝΑ, και αττ. τ. ὑπαινίττομαι Α κάνω υπαινιγμό, εκφράζω κάτι με συγκαλυμμένο τρόπο, υπονοώ κάτι χωρίς να τό αναφέρω ρητά (α. «υπαινίσσεσαι ότι το σφάλμα ήταν δικό μου;» β. «ὑπῃνίττετο δ οὕτω καὶ παρεδήλου τὸν Ὠρωπόν», Δημοσθ.) αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 10αινίσσομαι — αἰνίσσομαι και αττ. αἰνίττομαι (Α) 1. μιλώ με γρίφους, αινιγματικά 2. υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω 3. εικάζω, υποθέτω, σχηματίζω στον νου μου την εικόνα ενός πράγματος 4. (με παθ. σημ.) δηλώνομαι με ασάφεια, σκοτεινά 5. φρ. «αἰνίσσομαι εἴς… …

    Dictionary of Greek