Перевод: с русского на все языки
υπολειμματικός
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
υπολειμματικός — ή, ό, Ν [υπόλειμμα, υπολείμματος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπολείμματα 2. αυτός που μένει ως υπόλειμμα 3. φρ. «υπολειμματικά όργανα» βιολ. υποτυπώδη όργανα … Dictionary of Greek