υποθρυπτομαι
1υποθρύπτομαι — και σπάν. ενεργ τ. ὑποθρύπτω Α 1. είμαι κάπως τρυφηλός ή θηλυπρεπής 2. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι χωρίς να γίνομαι αντιληπτός 3. ενεργ. (κυρίως στη φρ.) «ὑποθρύπτω ἑαυτόν» ατονώ, εξαντλούμαι (Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θρύπτομαι «γίνομαι… …
2ὑπεθρύφθην — ὑποθρύπτομαι to be nerveless plup ind mp 3rd dual ὑποθρύπτομαι to be nerveless aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ὑποθρύπτομαι to be nerveless aor ind pass 1st sg …
3ὑποθρυπτομένης — ὑποθρύπτομαι to be nerveless pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …
4ὑποθρύπτων — ὑποθρύπτομαι to be nerveless pres part act masc nom sg …
5ὑποτεθρυμμένου — ὑποθρύπτομαι to be nerveless perf part mp masc/neut gen sg …