υποδηλώνω
1υποδηλώνω — υποδηλώνω, υποδήλωσα βλ. πίν. 3 …
2υποδηλώνω — ὑποδηλῶ, όω, ΝΜΑ [δηλῶ / ώνω] δηλώνω κάτι με έμμεσο τρόπο, φανερώνω έμμεσα, υποσημαίνω αρχ. 1. παρουσιάζω κάτι σε στενό κύκλο, δείχνω εμπιστευτικά 2. προαναγγέλλω, προειδοποιώ …
3υποδηλώνω — υποδήλωσα, υποδηλώθηκα, υποδηλωμένος, φανερώνω κάτι έμμεσα, πλάγια, καλυμμένα, υποδείχνω: Το κύμα απεργιών υποδηλώνει αύξηση πληθωρισμού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4καθυπεμφαίνω — (Μ) (επιτατ. τού υπεμφαίνω) υποδεικνύω, υποδηλώνω, φανερώνω κάτι κρυφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπ εμ φαίνω «υποδηλώνω»] …
5προϋπεμφαίνω — Μ υποδηλώνω, υποδεικνύω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑπεμφαίνω «υποδηλώνω, φανερώνω»] …
6συμπαραδηλώ — όω, ΜΑ υποδηλώνω κάτι ακόμη («συμπαραδηλοῡντα καὶ τὸ ποῑόν τι καὶ πόστον μέρος τῆς ὅλης γῆς ἐστι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραδηλῶ «υποδηλώνω, φανερώνω»] …
7αγορεύω — (Α ἀγορεύω) εκφωνώ λόγο σε δημόσια συγκέντρωση, δημηγορώ νεοελλ. (ειρωνικά) μιλώ σαν ρήτορας, ρητορεύω αρχ. 1. λέω, μιλώ, αναφέρω 2. αναγγέλλω, διακηρύσσω 3. συμβουλεύω, παρακινώ 4. ορίζω 5. αποδεικνύω, φανερώνω, υποδηλώνω 6. φρ. «κακῶς ἀγορεύω… …
8αινίσσομαι — αἰνίσσομαι και αττ. αἰνίττομαι (Α) 1. μιλώ με γρίφους, αινιγματικά 2. υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω 3. εικάζω, υποθέτω, σχηματίζω στον νου μου την εικόνα ενός πράγματος 4. (με παθ. σημ.) δηλώνομαι με ασάφεια, σκοτεινά 5. φρ. «αἰνίσσομαι εἴς… …
9διεξάγω — (AM διεξάγω) [εξάγω] διενεργώ, φέρω εις πέρας μια υπόθεση μσν. φρ. «διεξάγω τὴν τοῡ παιδὸς ἡλικίαν» περνώ την παιδική ηλικία αρχ. 1. οδηγώ προς τα έξω περνώντας μέσα από κάτι ή από κάπου 2. κατευθύνομαι 3. εξετάζω, ερευνώ για εκδίκηση 4. διευθετώ …
10ενέπω — ἐνέπω και ἐννέπω (Α) 1. διηγούμαι, αφηγούμαι («ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῡσα, πολύτροπον», Ομ. Οδ.) 2. μιλώ, συζητώ 3. υποδηλώνω («κτενῶν νιν, ὡς τοὔνειρον ἐννέπει τόδε», Αισχίν.) 4. μιλώ παραινετικά 5. καλώ, ονομάζω 6. αποτείνω τον λόγο …